Translation meaning & definition of the word "fault" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λάθος" στην ελληνική γλώσσα
Fault
[Επίθεση]noun
1. A wrong action attributable to bad judgment or ignorance or inattention
- "He made a bad mistake"
- "She was quick to point out my errors"
- "I could understand his english in spite of his grammatical faults"
- synonym:
- mistake ,
- error ,
- fault
1. Μια λανθασμένη ενέργεια που οφείλεται σε κακή κρίση ή άγνοια ή απροσεξία
- "Κάνει ένα κακό λάθος"
- "Ήταν γρήγορη να επισημάνει τα λάθη μου"
- "Θα μπορούσα να καταλάβω τα αγγλικά του παρά τα γραμματικά του λάθη"
- συνώνυμο:
- λάθος ,
- σφάλμα
2. An imperfection in an object or machine
- "A flaw caused the crystal to shatter"
- "If there are any defects you should send it back to the manufacturer"
- synonym:
- defect ,
- fault ,
- flaw
2. Μια ατέλεια σε ένα αντικείμενο ή μια μηχανή
- "Ένα ελάττωμα προκάλεσε το κρύσταλλο να σπάσει"
- "Εάν υπάρχουν ελαττώματα θα πρέπει να το στείλετε πίσω στον κατασκευαστή"
- συνώνυμο:
- ελάττωμα ,
- λάθος ,
- ελαττώματα
3. The quality of being inadequate or falling short of perfection
- "They discussed the merits and demerits of her novel"
- "He knew his own faults much better than she did"
- synonym:
- demerit ,
- fault
3. Η ποιότητα του να είσαι ανεπαρκής ή να υπολείπεσαι της τελειότητας
- "Συζήτησαν για τα πλεονεκτήματα και τις ανησυχίες του μυθιστορήματός της"
- "Γνώριζε τα δικά του λάθη πολύ καλύτερα από ό, τι έκανε"
- συνώνυμο:
- αποβάθρα ,
- λάθος
4. (geology) a crack in the earth's crust resulting from the displacement of one side with respect to the other
- "They built it right over a geological fault"
- "He studied the faulting of the earth's crust"
- synonym:
- fault ,
- faulting ,
- geological fault ,
- shift ,
- fracture ,
- break
4. (γεωλογία) μια ρωγμή στο φλοιό της γης που προκύπτει από την εκτόπιση της μιας πλευράς σε σχέση με την άλλη
- "Το έχτισαν ακριβώς πάνω από ένα γεωλογικό ρήγμα"
- "Μελέτησε το ρήγμα του φλοιού της γης"
- συνώνυμο:
- λάθος ,
- ελαττώματα ,
- γεωλογικό ρήγμα ,
- μετατόπιση ,
- κάταγμα ,
- σπάω
5. (electronics) equipment failure attributable to some defect in a circuit (loose connection or insulation failure or short circuit etc.)
- "It took much longer to find the fault than to fix it"
- synonym:
- fault
5. (ηλεκτρονικός) εξοπλισμός βλάβη που οφείλεται σε κάποιο ελάττωμα σε ένα κύκλωμα (χαλαρή σύνδεση ή διακοπή μόνωσης ή βραχυκύκλωμα κ.)
- "Χρειάστηκε πολύ περισσότερος χρόνος για να βρεθεί το σφάλμα από το να το διορθώσουμε"
- συνώνυμο:
- λάθος
6. Responsibility for a bad situation or event
- "It was john's fault"
- synonym:
- fault
6. Ευθύνη για μια κακή κατάσταση ή ένα κακό γεγονός
- "Φταίει ο τζον"
- συνώνυμο:
- λάθος
7. (sports) a serve that is illegal (e.g., that lands outside the prescribed area)
- "He served too many double faults"
- synonym:
- fault
7. (αθλητικό ) ένα χρηματοκιβώτιο που είναι παράνομο (ε.π.χ., που προσγειώνεται έξω από την προβλεπόμενη περιοχή)
- "Εξυπηρέτησε πάρα πολλά διπλά ελαττώματα"
- συνώνυμο:
- λάθος
verb
1. Put or pin the blame on
- synonym:
- blame ,
- fault
1. Βάλτε ή καρφώστε την ευθύνη
- συνώνυμο:
- ευθύνη ,
- λάθος