Translation meaning & definition of the word "fatty" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λιπαρό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fatty
[Λιπαρός]/fæti/
noun
1. A rotund individual
- synonym:
- fatso ,
- fatty ,
- fat person ,
- roly-poly ,
- butterball
1. Ένας άνθρωπος που είναι περιπλανώμενος
- συνώνυμο:
- φατσό ,
- λιπαρός ,
- χοντρός άνθρωπος ,
- πολυ-πολυ ,
- βουτυροβολβία
adjective
1. Containing or composed of fat
- "Fatty food"
- "Fat tissue"
- synonym:
- fatty ,
- fat
1. Που περιέχει ή αποτελείται από λίπος
- "Λιπαρά τρόφιμα"
- "Λιπώδης ιστός"
- συνώνυμο:
- λιπαρός ,
- λίπος
Examples of using
What a fatty you are, Tom.
Τι λίπος είσαι, Τομ.