Translation meaning & definition of the word "fatigue" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κόπωση" στην ελληνική γλώσσα
Fatigue
[Κόπωση]noun
1. Temporary loss of strength and energy resulting from hard physical or mental work
- "He was hospitalized for extreme fatigue"
- "Growing fatigue was apparent from the decline in the execution of their athletic skills"
- "Weariness overcame her after twelve hours and she fell asleep"
- synonym:
- fatigue ,
- weariness ,
- tiredness
1. Προσωρινή απώλεια δύναμης και ενέργειας που προκύπτει από σκληρή σωματική ή πνευματική εργασία
- "Νοσηλεύτηκε για εξαιρετική κόπωση"
- "Η αυξανόμενη κόπωση ήταν εμφανής από τη μείωση της εκτέλεσης των αθλητικών δεξιοτήτων τους"
- "Η ενδυμασία την ξεπέρασε μετά από δώδεκα ώρες και αποκοιμήθηκε"
- συνώνυμο:
- κόπωση ,
- φθειρότητα
2. Used of materials (especially metals) in a weakened state caused by long stress
- "Metal fatigue"
- synonym:
- fatigue
2. Χρησιμοποιείται από υλικά (ειδικά μέταλλα) σε εξασθενημένη κατάσταση που προκαλείται από μεγάλη πίεση
- "Μεταλλική κόπωση"
- συνώνυμο:
- κόπωση
3. (always used with a modifier) boredom resulting from overexposure to something
- "He was suffering from museum fatigue"
- "After watching tv with her husband she had a bad case of football fatigue"
- "The american public is experiencing scandal fatigue"
- "Political fatigue"
- synonym:
- fatigue
3. (πάλλως χρησιμοποιείται με έναν τροποποιητή) πλήξη που προκύπτει από υπερέκθεση σε κάτι
- "Υπέφερε από κόπωση στο μουσείο"
- "Αφού παρακολούθησε τηλεόραση με τον σύζυγό της είχε μια κακή περίπτωση κόπωσης του ποδοσφαίρου"
- "Το αμερικανικό κοινό βιώνει την κούραση σκανδάλων"
- "Πολιτική κόπωση"
- συνώνυμο:
- κόπωση
4. Labor of a nonmilitary kind done by soldiers (cleaning or digging or draining or so on)
- "The soldiers were put on fatigue to teach them a lesson"
- "They were assigned to kitchen fatigues"
- synonym:
- fatigue duty ,
- fatigue
4. Εργασία μη στρατιωτικού είδους που γίνεται από στρατιώτες (καθαρισμός ή σκάψιμο ή αποστράγγιση ή ούτω καθεξής
- "Οι στρατιώτες τέθηκαν σε κόπωση για να τους διδάξουν ένα μάθημα"
- "Ανατέθηκαν σε κόντρα κουζίνας"
- συνώνυμο:
- καθήκον κόπωσης ,
- κόπωση
verb
1. Lose interest or become bored with something or somebody
- "I'm so tired of your mother and her complaints about my food"
- synonym:
- tire ,
- pall ,
- weary ,
- fatigue ,
- jade
1. Χάστε το ενδιαφέρον σας ή βαρεθείτε με κάτι ή κάποιον
- "Είμαι τόσο κουρασμένος από τη μητέρα σου και τα παράπονά της για το φαγητό μου"
- συνώνυμο:
- ελαστικό ,
- παλαιότερα ,
- κουρασμένος ,
- κόπωση ,
- τζαντ
2. Exhaust or get tired through overuse or great strain or stress
- "We wore ourselves out on this hike"
- synonym:
- tire ,
- wear upon ,
- tire out ,
- wear ,
- weary ,
- jade ,
- wear out ,
- outwear ,
- wear down ,
- fag out ,
- fag ,
- fatigue
2. Εξαντλήστε ή κουραστείτε μέσω υπερβολικής χρήσης ή μεγάλης πίεσης ή άγχους
- "Φορέσαμε τον εαυτό μας σε αυτή την πεζοπορία"
- συνώνυμο:
- ελαστικό ,
- φορώ ,
- ελαστικόσ ,
- φθορά ,
- κουρασμένος ,
- τζαντ ,
- φθείρω ,
- εξωτερικά ,
- αποφεύγω ,
- αναθυμιάσεισ ,
- κόπωση