Translation meaning & definition of the word "fathom" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "φτώχω" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fathom
[Φατόμ]/fæðəm/
noun
1. A linear unit of measurement (equal to 6 feet) for water depth
- synonym:
- fathom ,
- fthm
1. Μια γραμμική μονάδα μέτρησης (-ισού με 6 πόδια) για βάθος νερού
- συνώνυμο:
- φατόμ ,
- φθ
2. (mining) a unit of volume (equal to 6 cubic feet) used in measuring bodies of ore
- synonym:
- fathom ,
- fthm
2. (επεξεργασία) μια μονάδα όγκου (ισό με 6 κυβικά πόδια) που χρησιμοποιείται στη μέτρηση των σωμάτων μεταλλεύματος
- συνώνυμο:
- φατόμ ,
- φθ
verb
1. Come to understand
- synonym:
- penetrate ,
- fathom ,
- bottom
1. Ελάτε να καταλάβουμε
- συνώνυμο:
- διεισδύω ,
- φατόμ ,
- κάτω
2. Measure the depth of (a body of water) with a sounding line
- synonym:
- fathom ,
- sound
2. Μετρήστε το βάθος του σώματος ( του νερού) με μια ηχητική γραμμή
- συνώνυμο:
- φατόμ ,
- ήχος
Examples of using
I can't fathom what you said.
Δεν μπορώ να καταλάβω τι είπες.