Translation meaning & definition of the word "fatherly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πατρικός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fatherly
[Πατρικός]/fɑðərli/
adjective
1. Like or befitting a father or fatherhood
- Kind and protective
- synonym:
- fatherly ,
- fatherlike
1. Όπως ή να ταιριάζει με έναν πατέρα ή πατρότητα
- Ευγενικός και προστατευτικός
- συνώνυμο:
- πατρικός