Translation meaning & definition of the word "fatherhood" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πατρότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fatherhood
[Πατρότητα]/fɑðərhʊd/
noun
1. The kinship relation between an offspring and the father
- synonym:
- fatherhood ,
- paternity
1. Η σχέση συγγένειας μεταξύ απογόνου και πατέρα
- συνώνυμο:
- πατρότητα
2. God when considered as the first person in the trinity
- "Hear our prayers, heavenly father"
- synonym:
- Father ,
- Father-God ,
- Fatherhood
2. Ο θεός όταν θεωρείται ως το πρώτο πρόσωπο στην τριάδα
- "Ακούστε τις προσευχές μας, επουράνιος πατέρας"
- συνώνυμο:
- Πατέρας ,
- Πατέρας-Θεός ,
- Πατρότητα
3. The status of a religious leader
- synonym:
- fatherhood
3. Το καθεστώς ενός θρησκευτικού ηγέτη
- συνώνυμο:
- πατρότητα
4. The status of a father
- synonym:
- fatherhood
4. Η κατάσταση ενός πατέρα
- συνώνυμο:
- πατρότητα