Translation meaning & definition of the word "father" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πατέρας" στην ελληνική γλώσσα
Father
[Πατέρας]noun
1. A male parent (also used as a term of address to your father)
- "His father was born in atlanta"
- synonym:
- father ,
- male parent ,
- begetter
1. Ένας αρσενικός γονέας (επίσης χρησιμοποιείται ως όρος διεύθυνσης στον πατέρα σας)
- "Ο πατέρας του γεννήθηκε στην αθήνα"
- συνώνυμο:
- πατέρας ,
- αρσενικός γονέας ,
- παρακινητήσ
2. The founder of a family
- "Keep the faith of our forefathers"
- synonym:
- forefather ,
- father ,
- sire
2. Ο ιδρυτής μιας οικογένειας
- "Κρατήστε την πίστη των προγόνων μας"
- συνώνυμο:
- πρόγονοσ ,
- πατέρας ,
- ενοικίαση
3. `father' is a term of address for priests in some churches (especially the roman catholic church or the orthodox catholic church)
- `padre' is frequently used in the military
- synonym:
- Father ,
- Padre
3. Ο πατέρας είναι ένας όρος διεύθυνσης για τους ιερείς σε μερικές εκκλησίες (ειδικά η ρωμαιοκαθολική εκκλησία ή η ορθόδοξη καθολική εκκλησία)
- Το πατέρας χρησιμοποιείται συχνά στο στρατό
- συνώνυμο:
- Πατέρας ,
- Πάντρε
4. (christianity) any of about 70 theologians in the period from the 2nd to the 7th century whose writing established and confirmed official church doctrine
- In the roman catholic church some were later declared saints and became doctor of the church
- The best known latin church fathers are ambrose, augustine, gregory the great, and jerome
- Those who wrote in greek include athanasius, basil, gregory nazianzen, and john chrysostom
- synonym:
- Church Father ,
- Father of the Church ,
- Father
4. (χριστιανισμός) οποιοσδήποτε από περίπου 70 θεολόγους την περίοδο από τον 2ο έως τον 7ο αιώνα, του οποίου η γραφή καθιέρωσε και επικύρωσε
- Στη ρωμαιοκαθολική εκκλησία μερικοί αργότερα ανακηρύχθηκαν άγιοι και έγιναν διδάκτορες της εκκλησίας
- Οι πιο γνωστοί πατέρες της λατινικής εκκλησίας είναι ο αμβρόσιος, ο αυγουστίνος, ο γρηγόριος ο μέγας και ο ιερώνυμος
- Όσοι έγραψαν στα ελληνικά περιλαμβάνουν τον αθανάσιο, τον βασίλη, τον γρηγόριο ναζιανσέν και τον ιωάννη χρυσόστομο
- συνώνυμο:
- Εκκλησία Πατέρας ,
- Πατέρας της Εκκλησίας ,
- Πατέρας
5. A person who holds an important or distinguished position in some organization
- "The tennis fathers ruled in her favor"
- "The city fathers endorsed the proposal"
- synonym:
- father
5. Ένα άτομο που κατέχει μια σημαντική ή διακεκριμένη θέση σε κάποιον οργανισμό
- "Οι πατέρες του τένις κυβέρνησαν υπέρ της"
- "Οι πατέρες της πόλης ενέκριναν την πρόταση"
- συνώνυμο:
- πατέρας
6. God when considered as the first person in the trinity
- "Hear our prayers, heavenly father"
- synonym:
- Father ,
- Father-God ,
- Fatherhood
6. Ο θεός όταν θεωρείται ως το πρώτο πρόσωπο στην τριάδα
- "Ακούστε τις προσευχές μας, επουράνιος πατέρας"
- συνώνυμο:
- Πατέρας ,
- Πατέρας-Θεός ,
- Πατρότητα
7. A person who founds or establishes some institution
- "George washington is the father of his country"
- synonym:
- founder ,
- beginner ,
- founding father ,
- father
7. Ένα άτομο που ιδρύει ή ιδρύει κάποιο ίδρυμα
- "Ο τζορτζ ουάσινγκτον είναι ο πατέρας της χώρας του"
- συνώνυμο:
- ιδρυτής ,
- αρχάριος ,
- ιδρυτικός πατέρας ,
- πατέρας
8. The head of an organized crime family
- synonym:
- don ,
- father
8. Επικεφαλής μιας οικογένειας οργανωμένου εγκλήματος
- συνώνυμο:
- ντον ,
- πατέρας
verb
1. Make children
- "Abraham begot isaac"
- "Men often father children but don't recognize them"
- synonym:
- beget ,
- get ,
- engender ,
- father ,
- mother ,
- sire ,
- generate ,
- bring forth
1. Κάνω παιδιά
- "Ο αβραάμ γέννησε τον ισαάκ"
- "Οι άνδρες συχνά πατέρα παιδιά, αλλά δεν τα αναγνωρίζουν"
- συνώνυμο:
- παρακινώ ,
- παίρνω ,
- προκαλώ ,
- πατέρας ,
- μητέρα ,
- ενοικίαση ,
- παράγω ,
- παραδίδω