Translation meaning & definition of the word "fatality" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "θανατηφόρο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fatality
[Θανατηφόρα]/fətælɪti/
noun
1. A death resulting from an accident or a disaster
- "A decrease in the number of automobile fatalities"
- synonym:
- fatality ,
- human death
1. Θάνατος που προκύπτει από ατύχημα ή καταστροφή
- "Μείωση του αριθμού των θανάτων αυτοκινήτων"
- συνώνυμο:
- θανατηφόρο ,
- ανθρώπινος θάνατος
2. The quality of being able to cause death or fatal disasters
- synonym:
- fatality
2. Η ποιότητα της ικανότητας να προκαλέσει θάνατο ή θανατηφόρες καταστροφές
- συνώνυμο:
- θανατηφόρο