Translation meaning & definition of the word "fatal" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "θανατηφόρος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fatal
[Θανατηφόρος]/fetəl/
adjective
1. Bringing death
- synonym:
- fatal
1. Φέρνοντας το θάνατο
- συνώνυμο:
- θανατηφόρος
2. Having momentous consequences
- Of decisive importance
- "That fateful meeting of the u.n. when...it declared war on north korea"- saturday rev
- "The fatal day of the election finally arrived"
- synonym:
- fateful ,
- fatal
2. Έχοντας σοβαρές συνέπειες
- Αποφασιστικής σημασίας
- "Αυτή η μοιραία συνάντηση του οηε, όταν κήρυξε τον πόλεμο στη βόρεια κορέα" - σάββατο αναθεώρηση.
- "Η μοιραία μέρα των εκλογών έφτασε τελικά"
- συνώνυμο:
- μοιραίος ,
- θανατηφόρος
3. (of events) having extremely unfortunate or dire consequences
- Bringing ruin
- "The stock market crashed on black friday"
- "A calamitous defeat"
- "The battle was a disastrous end to a disastrous campaign"
- "Such doctrines, if true, would be absolutely fatal to my theory"- charles darwin
- "It is fatal to enter any war without the will to win it"- douglas macarthur
- "A fateful error"
- synonym:
- black ,
- calamitous ,
- disastrous ,
- fatal ,
- fateful
3. ( των γεγονότων) με εξαιρετικά ατυχείς ή ολέθριες συνέπειες
- Φέρνοντας καταστροφή
- "Το χρηματιστήριο συνετρίβη τη μαύρη παρασκευή"
- "Μια καταστροφική ήττα"
- "Η μάχη ήταν ένα καταστροφικό τέλος σε μια καταστροφική εκστρατεία"
- "Τέτοια δόγματα, αν είναι αλήθεια, θα ήταν απολύτως μοιραία για τη θεωρία μου" - κάρολος δαρβίνος
- "Είναι μοιραίο να μπεις σε οποιονδήποτε πόλεμο χωρίς τη θέληση να τον κερδίσεις" - ντάγκλας μακάρθουρ
- "Ένα μοιραίο λάθος"
- συνώνυμο:
- μαύρος ,
- καλαμίτου ,
- καταστροφικός ,
- θανατηφόρος ,
- μοιραίος
4. Controlled or decreed by fate
- Predetermined
- "A fatal series of events"
- synonym:
- fatal ,
- fateful
4. Ελεγχόμενη ή αποφασισμένη από τη μοίρα
- Προκαθορισμένος
- "Μια μοιραία σειρά γεγονότων"
- συνώνυμο:
- θανατηφόρος ,
- μοιραίος
Examples of using
The wound was fatal to him.
Η πληγή ήταν θανατηφόρα για εκείνον.
The last wound proved fatal.
Η τελευταία πληγή αποδείχθηκε θανατηφόρα.
Life is a fatal sexually transmitted disease.
Η ζωή είναι μια θανατηφόρα σεξουαλικά μεταδιδόμενη ασθένεια.