Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "fat" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λίπος" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Fat

[Λίπος]
/fæt/

noun

1. A soft greasy substance occurring in organic tissue and consisting of a mixture of lipids (mostly triglycerides)

  • "Pizza has too much fat"
    synonym:
  • fat

1. Μια μαλακή λιπαρή ουσία που εμφανίζεται σε οργανικό ιστό και αποτελείται από ένα μείγμα λιπιδίων (-κυρίως τριγλυκεριδίων)

  • "Η πίτσα έχει πάρα πολύ λίπος"
    συνώνυμο:
  • λίπος

2. A kind of body tissue containing stored fat that serves as a source of energy

  • It also cushions and insulates vital organs
  • "Fatty tissue protected them from the severe cold"
    synonym:
  • adipose tissue
  • ,
  • fat
  • ,
  • fatty tissue

2. Ένα είδος σωματικού ιστού που περιέχει αποθηκευμένο λίπος που χρησιμεύει ως πηγή ενέργειας

  • Επίσης, μονώνει και μονώνει ζωτικά όργανα
  • "Ο λιπώδης ιστός τους προστάτευε από το σοβαρό κρύο"
    συνώνυμο:
  • λιπώδης ιστός
  • ,
  • λίπος

3. Excess bodily weight

  • "She disliked fatness in herself as well as in others"
    synonym:
  • fatness
  • ,
  • fat
  • ,
  • blubber
  • ,
  • avoirdupois

3. Υπερβολικό σωματικό βάρος

  • "Αντιπάθησε τη λιπαρότητα στον εαυτό της καθώς και σε άλλους"
    συνώνυμο:
  • λιπαρότητα
  • ,
  • λίπος
  • ,
  • λαμπερός
  • ,
  • αβουαρντουπόης

verb

1. Make fat or plump

  • "We will plump out that poor starving child"
    synonym:
  • fatten
  • ,
  • fat
  • ,
  • flesh out
  • ,
  • fill out
  • ,
  • plump
  • ,
  • plump out
  • ,
  • fatten out
  • ,
  • fatten up

1. Κάνετε λίπος ή παχουλό

  • "Θα ξεπεράσουμε αυτό το φτωχό παιδί που λιμοκτονεί"
    συνώνυμο:
  • παχύνω
  • ,
  • λίπος
  • ,
  • εκτοξεύω
  • ,
  • συμπληρώνω
  • ,
  • παχουλός

adjective

1. Having an (over)abundance of flesh

  • "He hadn't remembered how fat she was"
    synonym:
  • fat

1. Έχοντας μια (υπερ-)αφθονία της σάρκας

  • "Δεν θυμόταν πόσο χοντρή ήταν"
    συνώνυμο:
  • λίπος

2. Having a relatively large diameter

  • "A fat rope"
    synonym:
  • fat

2. Έχοντας σχετικά μεγάλη διάμετρο

  • "Ένα σχοινί λίπους"
    συνώνυμο:
  • λίπος

3. Containing or composed of fat

  • "Fatty food"
  • "Fat tissue"
    synonym:
  • fatty
  • ,
  • fat

3. Που περιέχει ή αποτελείται από λίπος

  • "Λιπαρά τρόφιμα"
  • "Λιπώδης ιστός"
    συνώνυμο:
  • λιπαρός
  • ,
  • λίπος

4. Lucrative

  • "A juicy contract"
  • "A nice fat job"
    synonym:
  • fat
  • ,
  • juicy

4. Προσοδοφόρος

  • "Μια ζουμερή σύμβαση"
  • "Μια ωραία δουλειά"
    συνώνυμο:
  • λίπος
  • ,
  • ζουμερός

5. Marked by great fruitfulness

  • "Fertile farmland"
  • "A fat land"
  • "A productive vineyard"
  • "Rich soil"
    synonym:
  • fat
  • ,
  • fertile
  • ,
  • productive
  • ,
  • rich

5. Χαρακτηρίζεται από μεγάλη καρποφορία

  • "Γονιμοποιημένη γεωργική γη"
  • "Μια χοντρή γη"
  • "Ένας παραγωγικός αμπελώνας"
  • "Πλούσιο χώμα"
    συνώνυμο:
  • λίπος
  • ,
  • εύφορος
  • ,
  • παραγωγικός
  • ,
  • πλούσιος

Examples of using

Tom said I was fat.
Ο Τομ είπε ότι ήμουν χοντρός.
I'm not fat.
Δεν είμαι χοντρός.
They're fat.
Είναι χοντρές.