Translation meaning & definition of the word "fastidious" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γρήγορο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fastidious
[Στενόμυαλοσ]/fæstɪdiəs/
adjective
1. Giving careful attention to detail
- Hard to please
- Excessively concerned with cleanliness
- "A fastidious and incisive intellect"
- "Fastidious about personal cleanliness"
- synonym:
- fastidious
1. Προσοχή στη λεπτομέρεια
- Δύσκολο να παρακαλώ
- Υπερβολικά ασχολείται με την καθαριότητα
- "Μια επιτηδευμένη και κοπιαστική διάνοια"
- "Γρήγορους στην προσωπική καθαριότητα"
- συνώνυμο:
- απαξιωτικόσ
2. Having complicated nutritional requirements
- Especially growing only in special artificial cultures
- "Fastidious microorganisms"
- "Certain highly specialized xerophytes are extremely exacting in their requirements"
- synonym:
- fastidious ,
- exacting
2. Περίπλοκες διατροφικές απαιτήσεις
- Ειδικά αναπτύσσεται μόνο σε ειδικές τεχνητές καλλιέργειες
- "Γρήγορους μικροοργανισμούς"
- "Κάποια εξειδικευμένα ξηρόφυτα είναι εξαιρετικά απαιτητικά στις απαιτήσεις τους"
- συνώνυμο:
- απαξιωτικόσ ,
- απαιτητικόσ