Translation meaning & definition of the word "fastening" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στερέωση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fastening
[Στερέωση]/fæsənɪŋ/
noun
1. Restraint that attaches to something or holds something in place
- synonym:
- fastener ,
- fastening ,
- holdfast ,
- fixing
1. Αυτοσυγκράτηση που συνδέεται με κάτι ή κρατά κάτι στη θέση του
- συνώνυμο:
- συνδετήρασ ,
- στερέωση ,
- παραφατικό
2. The act of fastening things together
- synonym:
- fastening ,
- attachment
2. Η πράξη της στερέωσης των πραγμάτων μαζί
- συνώνυμο:
- στερέωση ,
- προσάρτηση