Translation meaning & definition of the word "fasten" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στερεώστε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fasten
[Στερεώνω]/fæsən/
verb
1. Cause to be firmly attached
- "Fasten the lock onto the door"
- "She fixed her gaze on the man"
- synonym:
- fasten ,
- fix ,
- secure
1. Αιτία να είναι σταθερά προσαρτημένος
- "Στερεώστε την κλειδαριά στην πόρτα"
- "Έβαλε το βλέμμα της στον άντρα"
- συνώνυμο:
- στερεώνω ,
- διορθώνω ,
- ασφαλίζω
2. Become fixed or fastened
- "This dress fastens in the back"
- synonym:
- fasten
2. Γίνετε σταθεροί ή στερεωμένοι
- "Αυτό το φόρεμα είναι στερεωμένο στην πλάτη"
- συνώνυμο:
- στερεώνω
3. Attach to
- "They fastened various nicknames to each other"
- synonym:
- fasten
3. Επισυνάπτω
- "Στερεώνουν διάφορα ψευδώνυμα το ένα στο άλλο"
- συνώνυμο:
- στερεώνω
4. Make tight or tighter
- "Tighten the wire"
- synonym:
- tighten ,
- fasten
4. Κάντε σφιχτό ή σφιχτότερο
- "Σφίξτε το καλώδιο"
- συνώνυμο:
- σφίγγω ,
- στερεώνω
Examples of using
Please return to your seats and fasten your seatbelts.
Επιστρέψτε στα καθίσματά σας και στερεώστε τις ζώνες ασφαλείας σας.
Please fasten your seatbelt.
Παρακαλώ στερεώστε τη ζώνη ασφαλείας σας.
Please fasten your seat belt.
Παρακαλώ στερεώστε τη ζώνη ασφαλείας σας.