Translation meaning & definition of the word "fashioned" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ντεμοντέ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fashioned
[Μοντέρνα]/fæʃənd/
adjective
1. Planned and made or fashioned artistically
- "Beautifully fashioned dresses"
- synonym:
- fashioned
1. Σχεδιασμένο και κατασκευασμένο ή διαμορφωμένο καλλιτεχνικά
- "Όμορφα φορέματα"
- συνώνυμο:
- διαμορφωμένο
Examples of using
I did it the old fashioned way.
Το έκανα με τον παλιομοδίτικο τρόπο.
He fashioned a noose out of the bed sheets and hung himself in his cell.
Έφτιαξε μια θηλιά από τα σεντόνια και κρεμάστηκε στο κελί του.
Your ideas are quite old fashioned.
Οι ιδέες σας είναι αρκετά παλιομοδίτικες.