Translation meaning & definition of the word "fascism" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φασισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fascism
[Φασισμός]/fæʃɪzəm/
noun
1. A political theory advocating an authoritarian hierarchical government (as opposed to democracy or liberalism)
- synonym:
- fascism
1. Μια πολιτική θεωρία που υποστηρίζει μια αυταρχική ιεραρχική κυβέρνηση (αντιτίθεται στη δημοκρατία ή τον φιλελευθερισμό)
- συνώνυμο:
- φασισμός
Examples of using
You can't equate nationalism with fascism.
Δεν μπορείς να εξισώνεις τον εθνικισμό με τον φασισμό.