Translation meaning & definition of the word "fascinating" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εξερεύνηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fascinating
[Συναρπαστικός]/fæsənetɪŋ/
adjective
1. Capable of arousing and holding the attention
- "A fascinating story"
- synonym:
- absorbing ,
- engrossing ,
- fascinating ,
- gripping ,
- riveting
1. Ικανό να τονώσει και να κρατήσει την προσοχή
- "Μια συναρπαστική ιστορία"
- συνώνυμο:
- απορροφώντασ ,
- συναρπαστικός ,
- πιάνω ,
- πριτσίνι
2. Capturing interest as if by a spell
- "Bewitching smile"
- "Roosevelt was a captivating speaker"
- "Enchanting music"
- "An enthralling book"
- "Antique papers of entrancing design"
- "A fascinating woman"
- synonym:
- bewitching ,
- captivating ,
- enchanting ,
- enthralling ,
- entrancing ,
- fascinating
2. Αιχμαλωτίζοντας το ενδιαφέρον σαν από ένα ξόρκι
- "Μαγευτικό χαμόγελο"
- "Ο ρούσβελτ ήταν συναρπαστικός ομιλητής"
- "Φυτεύοντας μουσική"
- "Ένα συναρπαστικό βιβλίο"
- "Παλαιά έγγραφα ενθουσιασμού του σχεδιασμού"
- "Μια συναρπαστική γυναίκα"
- συνώνυμο:
- μαγεύω ,
- γοητευτικόσ ,
- μαγευτικός ,
- συναρπαστικός ,
- εμπλοκή
Examples of using
We want to make learning effective, interesting, and fascinating.
Θέλουμε να κάνουμε τη μάθηση αποτελεσματική, ενδιαφέρουσα και συναρπαστική.
I think it's fascinating.
Νομίζω ότι είναι συναρπαστικό.
I find that fascinating.
Το βρίσκω συναρπαστικό.