Translation meaning & definition of the word "farfetched" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μαντίλα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Farfetched
[Αποτυπωθεί]/fɑrfɛʧt/
adjective
1. Highly imaginative but unlikely
- "A farfetched excuse"
- "An implausible explanation"
- synonym:
- farfetched ,
- implausible
1. Εξαιρετικά ευφάνταστο αλλά απίθανο
- "Μια απίστευτη δικαιολογία"
- "Μια απίθανη εξήγηση"
- συνώνυμο:
- παρατραβηγμένο ,
- ανεπαίσθητοσ