Translation meaning & definition of the word "farce" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φάρσα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Farce
[Φάρσα]/fɑrs/
noun
1. A comedy characterized by broad satire and improbable situations
- synonym:
- farce ,
- farce comedy ,
- travesty
1. Μια κωμωδία που χαρακτηρίζεται από ευρεία σάτιρα και απίθανες καταστάσεις
- συνώνυμο:
- φάρσα ,
- κωμωδία φάρσας ,
- τραβεστί
2. Mixture of ground raw chicken and mushrooms with pistachios and truffles and onions and parsley and lots of butter and bound with eggs
- synonym:
- forcemeat ,
- farce
2. Μείγμα αλεσμένου κοτόπουλου και μανιταριών με φιστίκια και τρούφες και κρεμμύδια και μαϊντανό και πολύ βούτυρο και δεμένο με αυγά
- συνώνυμο:
- κρέας βίας ,
- φάρσα
verb
1. Fill with a stuffing while cooking
- "Have you stuffed the turkey yet?"
- synonym:
- farce ,
- stuff
1. Γεμίστε με γέμιση ενώ μαγειρεύετε
- "Έχετε γεμίσει τη γαλοπούλα ακόμα?"
- συνώνυμο:
- φάρσα ,
- πράγματα
Examples of using
This is a farce.
Αυτή είναι μια φάρσα.
This is a farce.
Αυτή είναι μια φάρσα.