Translation meaning & definition of the word "faraway" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μακρινό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Faraway
[Μακριά]/fɑrəwe/
adjective
1. Very far away in space or time
- "Faraway mountains"
- "The faraway future"
- "Troops landing on far-off shores"
- "Far-off happier times"
- synonym:
- faraway ,
- far-off
1. Πολύ μακριά στο χώρο ή στο χρόνο
- "Μακρινά βουνά"
- "Το μακρινό μέλλον"
- "Οι σταθμοί προσγειώνονται σε μακρινές ακτές"
- "Πιο ευτυχισμένες στιγμές"
- συνώνυμο:
- μακριά ,
- απομακρυσμένοσ
2. Far removed mentally
- "A faraway (or distant) look in her eyes"
- synonym:
- faraway
2. Απομακρυσμένος ψυχικά
- "Ένα μακρινό ( μακρινό) βλέμμα στα μάτια της"
- συνώνυμο:
- μακριά