Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "far" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μακριά" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Far

[Μακρι]
/fɑr/

noun

1. A terrorist organization that seeks to overthrow the government dominated by tutsi and to institute hutu control again

  • "In 1999 alir guerrillas kidnapped and killed eight foreign tourists"
    synonym:
  • Army for the Liberation of Rwanda
  • ,
  • ALIR
  • ,
  • Former Armed Forces
  • ,
  • FAR
  • ,
  • Interahamwe

1. Μια τρομοκρατική οργάνωση που επιδιώκει να ανατρέψει την κυβέρνηση που κυριαρχείται από τους τούτσι και να θεσπίσει ξανά τον έλεγχο χούτου

  • "Το 1999 οι αντάρτες του αλερ απήγαγαν και σκότωσαν οκτώ ξένους τουρίστες"
    συνώνυμο:
  • Στρατός για την απελευθέρωση της Ρουάντα
  • ,
  • ΑΛΊΡ
  • ,
  • Πρώην Ένοπλες Δυνάμεις
  • ,
  • ΜΑΚΡΙΆ
  • ,
  • Ιντεραχάμβε

adjective

1. Located at a great distance in time or space or degree

  • "We come from a far country"
  • "Far corners of the earth"
  • "The far future"
  • "A far journey"
  • "The far side of the road"
  • "Far from the truth"
  • "Far in the future"
    synonym:
  • far

1. Βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση σε χρόνο ή χώρο ή βαθμό

  • "Προερχόμαστε από μια μακρινή χώρα"
  • "Μακρινές γωνιές της γης"
  • "Το μακρινό μέλλον"
  • "Μακρινό ταξίδι"
  • "Η μακρινή πλευρά του δρόμου"
  • "Μακριά από την αλήθεια"
  • "Μακριά στο μέλλον"
    συνώνυμο:
  • μακριά

2. Being of a considerable distance or length

  • "A far trek"
    synonym:
  • far

2. Είναι σημαντικής απόστασης ή μήκους

  • "Μακρινό ταξίδι"
    συνώνυμο:
  • μακριά

3. Being the animal or vehicle on the right or being on the right side of an animal or vehicle

  • "The horse on the right is the far horse"
  • "The right side is the far side of the horse"
    synonym:
  • far

3. Είναι το ζώο ή το όχημα στα δεξιά ή είναι στη δεξιά πλευρά ενός ζώου ή οχήματος

  • "Το άλογο στα δεξιά είναι το μακρινό άλογο"
  • "Η δεξιά πλευρά είναι η μακρινή πλευρά του αλόγου"
    συνώνυμο:
  • μακριά

4. Beyond a norm in opinion or actions

  • "The far right"
    synonym:
  • far

4. Πέρα από έναν κανόνα κατά τη γνώμη ή τις ενέργειες

  • "Ακροδεξιά"
    συνώνυμο:
  • μακριά

adverb

1. To a considerable degree

  • Very much
  • "A far far better thing that i do"
  • "Felt far worse than yesterday"
  • "Eyes far too close together"
    synonym:
  • far

1. Σε σημαντικό βαθμό

  • Πάρα πολύ
  • "Είναι πολύ καλύτερο αυτό που κάνω"
  • "Είναι πολύ χειρότερα από χθες"
  • "Μάτια πολύ κοντά μεταξύ τους"
    συνώνυμο:
  • μακριά

2. At or to or from a great distance in space

  • "He traveled far"
  • "Strayed far from home"
  • "Sat far away from each other"
    synonym:
  • far

2. Από ή προς ή από μεγάλη απόσταση στο διάστημα

  • "Ταξίδεψε μακριά"
  • "Φεύγει μακριά από το σπίτι"
  • "Είναι μακριά ο ένας από τον άλλον"
    συνώνυμο:
  • μακριά

3. At or to a certain point or degree

  • "I can only go so far before i have to give up"
  • "How far can we get with this kind of argument?"
    synonym:
  • far

3. Σε ή σε ένα ορισμένο σημείο ή βαθμό

  • "Μπορώ μόνο να πάω τόσο μακριά πριν πρέπει να τα παρατήσω"
  • "Πόσο μακριά μπορούμε να φτάσουμε με αυτό το επιχείρημα?"
    συνώνυμο:
  • μακριά

4. Remote in time

  • "If we could see far into the future"
  • "All that happened far in the past"
    synonym:
  • far

4. Απομακρυσμένος στο χρόνο

  • "Αν μπορούσαμε να δούμε μακριά στο μέλλον"
  • "Όλα αυτά συνέβησαν πολύ στο παρελθόν"
    συνώνυμο:
  • μακριά

5. To an advanced stage or point

  • "A young man who will go very far"
    synonym:
  • far

5. Σε προχωρημένο στάδιο ή σημείο

  • "Ένας νεαρός άνδρας που θα πάει πολύ μακριά"
    συνώνυμο:
  • μακριά

Examples of using

How far are we from the sea?
Πόσο μακριά είμαστε από τη θάλασσα?
Obesity is considered by far the most serious health issue facing the developed world.
Η παχυσαρκία θεωρείται μακράν το πιο σοβαρό πρόβλημα υγείας που αντιμετωπίζει ο ανεπτυγμένος κόσμος.
Tom is far more experienced than me.
Ο Τομ είναι πολύ πιο έμπειρος από μένα.