Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "fantastic" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φανταστική" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Fantastic

[Φανταστικός]
/fæntæstɪk/

adjective

1. Ludicrously odd

  • "Hamlet's assumed antic disposition"
  • "Fantastic halloween costumes"
  • "A grotesque reflection in the mirror"
    synonym:
  • antic
  • ,
  • fantastic
  • ,
  • fantastical
  • ,
  • grotesque

1. Γελοία περίεργα

  • "Η υποτιθέμενη αντικειμενική διάθεση του άμλετ"
  • "Φανταστικά κοστούμια αποκριών"
  • "Μια αλλόκοτη αντανάκλαση στον καθρέφτη"
    συνώνυμο:
  • αντίκ
  • ,
  • φανταστικός
  • ,
  • φανταστικόσ
  • ,
  • αλλόκοτοσ

2. Extraordinarily good or great

  • Used especially as intensifiers
  • "A fantastic trip to the orient"
  • "The film was fantastic!"
  • "A howling success"
  • "A marvelous collection of rare books"
  • "Had a rattling conversation about politics"
  • "A tremendous achievement"
    synonym:
  • fantastic
  • ,
  • grand
  • ,
  • howling(a)
  • ,
  • marvelous
  • ,
  • marvellous
  • ,
  • rattling(a)
  • ,
  • terrific
  • ,
  • tremendous
  • ,
  • wonderful
  • ,
  • wondrous

2. Εξαιρετικά καλό ή υπέροχο

  • Χρησιμοποιείται ειδικά ως ενισχυτές
  • "Ένα φανταστικό ταξίδι στην ανατολή"
  • "Η ταινία ήταν φανταστική!"
  • "Μια αποτυχημένη επιτυχία"
  • "Μια υπέροχη συλλογή σπάνιων βιβλίων"
  • "Είχα μια κουραστική συζήτηση για την πολιτική"
  • "Τεράστιο επίτευγμα"
    συνώνυμο:
  • φανταστικός
  • ,
  • μεγάλος
  • ,
  • ουρλινγκ(α)
  • ,
  • θαυμάσιος
  • ,
  • κροταλία(Α)
  • ,
  • φοβερός
  • ,
  • τεράστιος
  • ,
  • υπέροχος
  • ,
  • θαυμαστόσ

3. Fanciful and unrealistic

  • Foolish
  • "A fantastic idea of his own importance"
    synonym:
  • fantastic
  • ,
  • wild

3. Ευφάνταστος και μη ρεαλιστικός

  • Ανόητος
  • "Μια φανταστική ιδέα της δικής του σημασίας"
    συνώνυμο:
  • φανταστικός
  • ,
  • άγριος

4. Existing in fancy only

  • "Fantastic figures with bulbous heads the circumference of a bushel"- nathaniel hawthorne
    synonym:
  • fantastic
  • ,
  • fantastical

4. Υπάρχουν μόνο στα φανταχτερά

  • "Φανταστικές φιγούρες με βολβώδη κεφάλια την περιφέρεια ενός μπούσελ" - ναθάνιελ χόθορν
    συνώνυμο:
  • φανταστικός
  • ,
  • φανταστικόσ

5. Extravagantly fanciful in design, construction, appearance

  • "Gaudi's fantastic architecture"
    synonym:
  • fantastic

5. Εξαιρετικά φανταστικός στο σχέδιο, την κατασκευή, την εμφάνιση

  • "Η φανταστική αρχιτεκτονική του γκαουντί"
    συνώνυμο:
  • φανταστικός

Examples of using

That's fantastic!
Αυτό είναι φανταστικό!
I thought Tom was fantastic.
Νόμιζα ότι ο Τομ ήταν φανταστικός.
Isn't that fantastic?
Δεν είναι φανταστικό αυτό?