Translation meaning & definition of the word "fang" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φανκ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fang
[Φανγκ]/fæŋ/
noun
1. A bantu language spoken in cameroon
- synonym:
- Fang
1. Μια γλώσσα μπαντού που ομιλείται στο καμερούν
- συνώνυμο:
- Φανγκ
2. An appendage of insects that is capable of injecting venom
- Usually evolved from the legs
- synonym:
- fang
2. Ένα προσάρτημα εντόμων που είναι ικανό να εγχύσει το δηλητήριο
- Συνήθως εξελίσσεται από τα πόδια
- συνώνυμο:
- φανγκ
3. Canine tooth of a carnivorous animal
- Used to seize and tear its prey
- synonym:
- fang
3. Δόντι σκύλου από σαρκοφάγο ζώο
- Χρησιμοποιείται για να καταλάβει και να σχίσει το θήραμά του
- συνώνυμο:
- φανγκ
4. Hollow or grooved tooth of a venomous snake
- Used to inject its poison
- synonym:
- fang
4. Κοίλο ή αυλακωμένο δόντι ενός δηλητηριώδους φιδιού
- Χρησιμοποιείται για να εγχύσει το δηλητήριο του
- συνώνυμο:
- φανγκ