Translation meaning & definition of the word "fancied" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βαφτισμένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fancied
[Φαντασμένοσ]/fænsid/
adjective
1. Formed or conceived by the imagination
- "A fabricated excuse for his absence"
- "A fancied wrong"
- "A fictional character"
- synonym:
- fabricated ,
- fancied ,
- fictional ,
- fictitious
1. Σχηματίστηκε ή σχεδιάστηκε από τη φαντασία
- "Μια κατασκευασμένη δικαιολογία για την απουσία του"
- "Φανταστείτε λάθος"
- "Φανταστικός χαρακτήρας"
- συνώνυμο:
- κατασκευασμένο ,
- φανταστείτε ,
- φανταστικόσ ,
- πλασματικός