Translation meaning & definition of the word "fanatical" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φανατική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fanatical
[Φανατικόσ]/fənætɪkəl/
adjective
1. Marked by excessive enthusiasm for and intense devotion to a cause or idea
- "Rabid isolationist"
- synonym:
- fanatic ,
- fanatical ,
- overzealous ,
- rabid
1. Χαρακτηρίζεται από υπερβολικό ενθουσιασμό και έντονη αφοσίωση σε μια αιτία ή ιδέα
- "Ραβικός απομονωτής"
- συνώνυμο:
- φανατικός ,
- φανατικόσ ,
- υπερβολικά παραλυτικό ,
- ραβίνος