Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "family" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "οικογένεια" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Family

[Οικογένεια]
/fæməli/

noun

1. A social unit living together

  • "He moved his family to virginia"
  • "It was a good christian household"
  • "I waited until the whole house was asleep"
  • "The teacher asked how many people made up his home"
    synonym:
  • family
  • ,
  • household
  • ,
  • house
  • ,
  • home
  • ,
  • menage

1. Μια κοινωνική μονάδα που ζει μαζί

  • "Μετέφερε την οικογένειά του στη βιρτζίνια"
  • "Ήταν ένα καλό χριστιανικό σπίτι"
  • "Περίμενα μέχρι να κοιμηθεί όλο το σπίτι"
  • "Ο δάσκαλος ρώτησε πόσοι άνθρωποι έφτιαξαν το σπίτι του"
    συνώνυμο:
  • οικογένεια
  • ,
  • νοικοκυριό
  • ,
  • σπίτι
  • ,
  • επιμονή

2. Primary social group

  • Parents and children
  • "He wanted to have a good job before starting a family"
    synonym:
  • family
  • ,
  • family unit

2. Πρωτογενής κοινωνική ομάδα

  • Γονείς και παιδιά
  • "Θα ήθελε να έχει μια καλή δουλειά πριν ξεκινήσει μια οικογένεια"
    συνώνυμο:
  • οικογένεια
  • ,
  • οικογενειακή μονάδα

3. A collection of things sharing a common attribute

  • "There are two classes of detergents"
    synonym:
  • class
  • ,
  • category
  • ,
  • family

3. Μια συλλογή πραγμάτων που μοιράζονται ένα κοινό χαρακτηριστικό

  • "Υπάρχουν δύο κατηγορίες απορρυπαντικών"
    συνώνυμο:
  • τάξη
  • ,
  • κατηγορία
  • ,
  • οικογένεια

4. People descended from a common ancestor

  • "His family has lived in massachusetts since the mayflower"
    synonym:
  • family
  • ,
  • family line
  • ,
  • folk
  • ,
  • kinfolk
  • ,
  • kinsfolk
  • ,
  • sept
  • ,
  • phratry

4. Οι άνθρωποι κατάγονται από έναν κοινό πρόγονο

  • "Η οικογένειά του έχει ζήσει στη μασαχουσέτη από την εποχή των μάγιλουερ"
    συνώνυμο:
  • οικογένεια
  • ,
  • οικογενειακή γραμμή
  • ,
  • λαϊκός
  • ,
  • κινολφοί
  • ,
  • συγγενείσ
  • ,
  • σεπτέμβριος
  • ,
  • φρατρία

5. A person having kinship with another or others

  • "He's kin"
  • "He's family"
    synonym:
  • kin
  • ,
  • kinsperson
  • ,
  • family

5. Ένα άτομο που έχει συγγένεια με άλλο ή άλλους

  • "Είναι συγγενής"
  • "Είναι οικογένεια"
    συνώνυμο:
  • συγγενήσ
  • ,
  • οικογένεια

6. (biology) a taxonomic group containing one or more genera

  • "Sharks belong to the fish family"
    synonym:
  • family

6. (βιολογία) μια ταξινομική ομάδα που περιέχει ένα ή περισσότερα γένη

  • "Οι καρχαρίες ανήκουν στην οικογένεια των ψαριών"
    συνώνυμο:
  • οικογένεια

7. A loose affiliation of gangsters in charge of organized criminal activities

    synonym:
  • syndicate
  • ,
  • crime syndicate
  • ,
  • mob
  • ,
  • family

7. Μια χαλαρή σχέση των γκάνγκστερ που είναι υπεύθυνοι για οργανωμένες εγκληματικές δραστηριότητες

    συνώνυμο:
  • συνδικάτο
  • ,
  • συνδικάτο εγκλήματος
  • ,
  • όχλοσ
  • ,
  • οικογένεια

8. An association of people who share common beliefs or activities

  • "The message was addressed not just to employees but to every member of the company family"
  • "The church welcomed new members into its fellowship"
    synonym:
  • family
  • ,
  • fellowship

8. Μια ένωση ανθρώπων που μοιράζονται κοινές πεποιθήσεις ή δραστηριότητες

  • "Το μήνυμα απευθύνθηκε όχι μόνο στους εργαζόμενους αλλά σε κάθε μέλος της οικογένειας της εταιρείας"
  • "Η εκκλησία καλωσόρισε νέα μέλη στην κοινωνία της"
    συνώνυμο:
  • οικογένεια
  • ,
  • κοινωνία

Examples of using

Tom was like a member of our family.
Ο Τομ ήταν σαν μέλος της οικογένειάς μας.
The museum took down the picture of the royal family.
Το μουσείο κατέβασε την εικόνα της βασιλικής οικογένειας.
You're a disgrace to this family!
Είσαι ντροπή για αυτή την οικογένεια!