Translation meaning & definition of the word "falsehood" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ψευδαίσθηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Falsehood
[Ψευδολογία]/fælshʊd/
noun
1. A false statement
- synonym:
- falsehood ,
- falsity ,
- untruth
1. Μια ψευδής δήλωση
- συνώνυμο:
- ψεύδη ,
- ψευδαίσθηση ,
- αναλήθεια
2. The act of rendering something false as by fraudulent changes (of documents or measures etc.) or counterfeiting
- synonym:
- falsification ,
- falsehood
2. Η πράξη της απόδοσης κάτι ψευδούς όπως με δόλιες αλλαγές ( των εγγράφων ή των μέτρων κλπ.) ή παραχάραξη
- συνώνυμο:
- παραποίηση ,
- ψεύδη