Translation meaning & definition of the word "fallow" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παραχώρηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fallow
[Ρηχά]/fæloʊ/
noun
1. Cultivated land that is not seeded for one or more growing seasons
- synonym:
- fallow
1. Καλλιεργούμενη γη που δεν είναι σποροφόρα για μία ή περισσότερες εποχές ανάπτυξης
- συνώνυμο:
- πέφτω
adjective
1. Left unplowed and unseeded during a growing season
- "Fallow farmland"
- synonym:
- fallow
1. Αφέθηκε απροετοίμαστο και αποσπάστηκε κατά τη διάρκεια μιας καλλιεργητικής περιόδου
- "Χερσαία γη"
- συνώνυμο:
- πέφτω
2. Undeveloped but potentially useful
- "A fallow gold market"
- synonym:
- fallow
2. Ανεπτυγμένο αλλά δυνητικά χρήσιμο
- "Μια αγορά χρυσού"
- συνώνυμο:
- πέφτω