Translation meaning & definition of the word "fallible" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εύφλεκτο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fallible
[Επιδεινούμενοσ]/fæləbəl/
adjective
1. Likely to fail or make errors
- "Everyone is fallible to some degree"
- synonym:
- fallible
1. Είναι πιθανό να αποτύχει ή να κάνει λάθη
- "Όλοι είναι λανθασμένοι σε κάποιο βαθμό"
- συνώνυμο:
- απατηλόσ
2. Wanting in moral strength, courage, or will
- Having the attributes of man as opposed to e.g. divine beings
- "I'm only a fallible human"
- "Frail humanity"
- synonym:
- fallible ,
- frail ,
- imperfect ,
- weak
2. Θέλοντας με ηθική δύναμη, θάρρος ή θέληση
- Έχοντας τα χαρακτηριστικά του ανθρώπου σε αντίθεση με π.χ. θεϊκά όντα
- "Είμαι απλά ένας λανθασμένος άνθρωπος"
- "Εξαφανισμένη ανθρωπότητα"
- συνώνυμο:
- απατηλόσ ,
- εύθραυστοσ ,
- ατελής ,
- αδύναμος