Translation meaning & definition of the word "faller" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παρεμβαίνει" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Faller
[Πατέρασ]/fɔlər/
noun
1. A person who fells trees
- synonym:
- lumberman ,
- lumberjack ,
- logger ,
- feller ,
- faller
1. Ένας άνθρωπος που έπεσε δέντρα
- συνώνυμο:
- ξυλοκόποσ ,
- καταγραφέασ ,
- πέφτων
2. A person who falls
- "One of them was safe but they were unable to save the faller"
- "A faller among thieves"
- synonym:
- faller
2. Ένας άνθρωπος που πέφτει
- "Ένας από αυτούς ήταν ασφαλής, αλλά δεν ήταν σε θέση να σώσουν τον παραπαίοντα"
- "Ένας παραπατητής ανάμεσα στους κλέφτες"
- συνώνυμο:
- πέφτων