Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "fall" into Greek language

Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "πτώση" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Fall

[Πτώση]
/fɔl/

noun

1. The season when the leaves fall from the trees

  • "In the fall of 1973"
    synonym:
  • fall
  • ,
  • autumn

1. Η εποχή που τα φύλλα πέφτουν από τα δέντρα

  • "Το φθινόπωρο του 1973"
    συνώνυμο:
  • πτώση
  • ,
  • φθινόπωρο

2. A sudden drop from an upright position

  • "He had a nasty spill on the ice"
    synonym:
  • spill
  • ,
  • tumble
  • ,
  • fall

2. Μια ξαφνική πτώση από όρθια θέση

  • "Είχε μια άσχημη διαρροή στον πάγο"
    συνώνυμο:
  • διαρροή
  • ,
  • πέφτω
  • ,
  • πτώση

3. The lapse of mankind into sinfulness because of the sin of adam and eve

  • "Women have been blamed ever since the fall"
    synonym:
  • Fall

3. Η πτώση της ανθρωπότητας στην αμαρτωλότητα λόγω της αμαρτίας του αδάμ και της εύας

  • "Οι γυναίκες κατηγορούνται από την πτώση"
    συνώνυμο:
  • Πτώση

4. A downward slope or bend

    synonym:
  • descent
  • ,
  • declivity
  • ,
  • fall
  • ,
  • decline
  • ,
  • declination
  • ,
  • declension
  • ,
  • downslope

4. Μια καθοδική κλίση ή κάμψη

    συνώνυμο:
  • κατάβαση
  • ,
  • κλίση
  • ,
  • πτώση
  • ,
  • απόκλιση
  • ,
  • κατωφέρεια

5. A lapse into sin

  • A loss of innocence or of chastity
  • "A fall from virtue"
    synonym:
  • fall

5. Ένα πέρασμα στην αμαρτία

  • Απώλεια αθωότητας ή αγνότητας
  • "Πτώση από την αρετή"
    συνώνυμο:
  • πτώση

6. A sudden decline in strength or number or importance

  • "The fall of the house of hapsburg"
    synonym:
  • fall
  • ,
  • downfall

6. Μια ξαφνική μείωση της δύναμης ή του αριθμού ή της σημασίας

  • "Η πτώση του οίκου των αψβούργων"
    συνώνυμο:
  • πτώση

7. A movement downward

  • "The rise and fall of the tides"
    synonym:
  • fall

7. Μια κίνηση προς τα κάτω

  • "Η άνοδος και η πτώση των παλιρροιών"
    συνώνυμο:
  • πτώση

8. The act of surrendering (usually under agreed conditions)

  • "They were protected until the capitulation of the fort"
    synonym:
  • capitulation
  • ,
  • fall
  • ,
  • surrender

8. Η πράξη της παράδοσης (συνήθως υπό συμφωνημένους όρους)

  • "Προστατεύονταν μέχρι τη συνθηκολόγηση του οχυρού"
    συνώνυμο:
  • συνθηκολόγηση
  • ,
  • πτώση
  • ,
  • παραδοθείτε

9. The time of day immediately following sunset

  • "He loved the twilight"
  • "They finished before the fall of night"
    synonym:
  • twilight
  • ,
  • dusk
  • ,
  • gloaming
  • ,
  • gloam
  • ,
  • nightfall
  • ,
  • evenfall
  • ,
  • fall
  • ,
  • crepuscule
  • ,
  • crepuscle

9. Η ώρα της ημέρας αμέσως μετά το ηλιοβασίλεμα

  • "Αγαπούσε το λυκόφως"
  • "Τελείωσαν πριν το φθινόπωρο της νύχτας"
    συνώνυμο:
  • λυκόφως
  • ,
  • σούρουπο
  • ,
  • χαροποιώ
  • ,
  • λαμπερός
  • ,
  • νύχτα
  • ,
  • ομοιόμορφη
  • ,
  • πτώση
  • ,
  • τραχύ
  • ,
  • ακατέργαστοσ

10. When a wrestler's shoulders are forced to the mat

    synonym:
  • fall
  • ,
  • pin

10. Όταν οι ώμοι ενός παλαιστή αναγκάζονται στο ταπί

    συνώνυμο:
  • πτώση
  • ,
  • καρφίτσα

11. A free and rapid descent by the force of gravity

  • "It was a miracle that he survived the drop from that height"
    synonym:
  • drop
  • ,
  • fall

11. Μια ελεύθερη και γρήγορη κάθοδος από τη δύναμη της βαρύτητας

  • "Ήταν θαύμα που επέζησε από την πτώση από αυτό το ύψος"
    συνώνυμο:
  • πτώση

12. A sudden sharp decrease in some quantity

  • "A drop of 57 points on the dow jones index"
  • "There was a drop in pressure in the pulmonary artery"
  • "A dip in prices"
  • "When that became known the price of their stock went into free fall"
    synonym:
  • drop
  • ,
  • dip
  • ,
  • fall
  • ,
  • free fall

12. Μια ξαφνική απότομη μείωση σε κάποια ποσότητα

  • "Πτώση 57 μονάδων στον δείκτη dow jones"
  • "Υπήρξε πτώση της πίεσης στην πνευμονική αρτηρία"
  • "Μια πτώση στις τιμές"
  • "Όταν αυτό έγινε γνωστό, η τιμή της μετοχής τους μπήκε σε ελεύθερη πτώση"
    συνώνυμο:
  • πτώση
  • ,
  • βουτιά
  • ,
  • ελεύθερη πτώση

verb

1. Descend in free fall under the influence of gravity

  • "The branch fell from the tree"
  • "The unfortunate hiker fell into a crevasse"
    synonym:
  • fall

1. Κατεβείτε σε ελεύθερη πτώση υπό την επίδραση της βαρύτητας

  • "Το κλαδί έπεσε από το δέντρο"
  • "Ο άτυχος πεζοπόρος έπεσε σε μια σχισμή"
    συνώνυμο:
  • πτώση

2. Move downward and lower, but not necessarily all the way

  • "The temperature is going down"
  • "The barometer is falling"
  • "The curtain fell on the diva"
  • "Her hand went up and then fell again"
    synonym:
  • descend
  • ,
  • fall
  • ,
  • go down
  • ,
  • come down

2. Κινηθείτε προς τα κάτω και χαμηλότερα, αλλά όχι απαραίτητα σε όλη τη διαδρομή

  • "Η θερμοκρασία πέφτει"
  • "Το βαρόμετρο πέφτει"
  • "Έπεσε η αυλαία στη ντίβα"
  • "Το χέρι της ανέβηκε και μετά έπεσε ξανά"
    συνώνυμο:
  • κατεβαίνω
  • ,
  • πτώση
  • ,
  • πηγαίνετε κάτω
  • ,
  • κατεβείτε

3. Pass suddenly and passively into a state of body or mind

  • "Fall into a trap"
  • "She fell ill"
  • "They fell out of favor"
  • "Fall in love"
  • "Fall asleep"
  • "Fall prey to an imposter"
  • "Fall into a strange way of thinking"
  • "She fell to pieces after she lost her work"
    synonym:
  • fall

3. Περάστε ξαφνικά και παθητικά σε μια κατάσταση σώματος ή νου

  • "Πέσε σε παγίδα"
  • "Αρρώστησε"
  • "Έπεσαν σε δυσμένεια"
  • "Ερωτευτείτε"
  • "Αποκοιμηθείτε"
  • "Πέσε θύμα απατεώνα"
  • "Πέσε σε έναν περίεργο τρόπο σκέψης"
  • "Έπεσε κομμάτια αφού έχασε τη δουλειά της"
    συνώνυμο:
  • πτώση

4. Come under, be classified or included

  • "Fall into a category"
  • "This comes under a new heading"
    synonym:
  • fall
  • ,
  • come

4. Υπαχθείτε, ταξινομηθείτε ή συμπεριληφθείτε

  • "Πέσε σε κατηγορία"
  • "Αυτό υπάγεται σε νέο τίτλο"
    συνώνυμο:
  • πτώση
  • ,
  • ελάτε

5. Fall from clouds

  • "Rain, snow and sleet were falling"
  • "Vesuvius precipitated its fiery, destructive rage on herculaneum"
    synonym:
  • precipitate
  • ,
  • come down
  • ,
  • fall

5. Πτώση από σύννεφα

  • "Βροχή, χιόνι και χιονόνερο έπεφταν"
  • "Ο βεζούβιος επιτάχυνε τη φλογερή, καταστροφική οργή του στο herculaneum"
    συνώνυμο:
  • κατακρημνίζω
  • ,
  • κατεβείτε
  • ,
  • πτώση

6. Suffer defeat, failure, or ruin

  • "We must stand or fall"
  • "Fall by the wayside"
    synonym:
  • fall

6. Υποφέρετε από ήττα, αποτυχία ή καταστροφή

  • "Πρέπει να σταθούμε ή να πέσουμε"
  • "Πέσε στην άκρη"
    συνώνυμο:
  • πτώση

7. Die, as in battle or in a hunt

  • "Many soldiers fell at verdun"
  • "Several deer have fallen to the same gun"
  • "The shooting victim fell dead"
    synonym:
  • fall

7. Πέθανε, όπως στη μάχη ή σε ένα κυνήγι

  • "Πολλοί στρατιώτες έπεσαν στο βερντέν"
  • "Πολλά ελάφια έχουν πέσει στο ίδιο όπλο"
  • "Το θύμα του πυροβολισμού έπεσε νεκρό"
    συνώνυμο:
  • πτώση

8. Touch or seem as if touching visually or audibly

  • "Light fell on her face"
  • "The sun shone on the fields"
  • "The light struck the golden necklace"
  • "A strange sound struck my ears"
    synonym:
  • fall
  • ,
  • shine
  • ,
  • strike

8. Αγγίξτε ή φαίνεστε σαν να αγγίζετε οπτικά ή ακουστικά

  • "Έπεσε φως στο πρόσωπό της"
  • "Έλαμψε ο ήλιος στα χωράφια"
  • "Το φως χτύπησε το χρυσό κολιέ"
  • "Ένας περίεργος ήχος χτύπησε τα αυτιά μου"
    συνώνυμο:
  • πτώση
  • ,
  • λάμψη
  • ,
  • απεργία

9. Be captured

  • "The cities fell to the enemy"
    synonym:
  • fall

9. Να συλληφθεί

  • "Οι πόλεις έπεσαν στον εχθρό"
    συνώνυμο:
  • πτώση

10. Occur at a specified time or place

  • "Christmas falls on a monday this year"
  • "The accent falls on the first syllable"
    synonym:
  • fall

10. Συμβεί σε καθορισμένο χρόνο ή τόπο

  • "Τα χριστούγεννα πέφτουν δευτέρα φέτος"
  • "Η έμφαση πέφτει στην πρώτη συλλαβή"
    συνώνυμο:
  • πτώση

11. Decrease in size, extent, or range

  • "The amount of homework decreased towards the end of the semester"
  • "The cabin pressure fell dramatically"
  • "Her weight fell to under a hundred pounds"
  • "His voice fell to a whisper"
    synonym:
  • decrease
  • ,
  • diminish
  • ,
  • lessen
  • ,
  • fall

11. Μείωση σε μέγεθος, έκταση ή εύρος

  • "Ο όγκος των εργασιών για το σπίτι μειώθηκε προς το τέλος του εξαμήνου"
  • "Η πίεση της καμπίνας έπεσε δραματικά"
  • "Το βάρος της έπεσε κάτω από εκατό κιλά"
  • "Η φωνή του έπεσε σε ψίθυρο"
    συνώνυμο:
  • μειώνω
  • ,
  • πτώση

12. Yield to temptation or sin

  • "Adam and eve fell"
    synonym:
  • fall

12. Υποχωρήστε στον πειρασμό ή την αμαρτία

  • "Έπεσαν ο αδάμ και η εύα"
    συνώνυμο:
  • πτώση

13. Lose office or power

  • "The government fell overnight"
  • "The qing dynasty fell with sun yat-sen"
    synonym:
  • fall

13. Χάστε το γραφείο ή τη δύναμη

  • "Η κυβέρνηση έπεσε μέσα σε μια νύχτα"
  • "Η δυναστεία qing έπεσε με τον sun yat-sen"
    συνώνυμο:
  • πτώση

14. To be given by assignment or distribution

  • "The most difficult task fell on the youngest member of the team"
  • "The onus fell on us"
  • "The pressure to succeed fell on the youngest student"
    synonym:
  • fall

14. Να δοθεί με ανάθεση ή διανομή

  • "Το πιο δύσκολο έργο έπεσε στο νεότερο μέλος της ομάδας"
  • "Το βάρος έπεσε πάνω μας"
  • "Η πίεση για επιτυχία έπεσε στον νεότερο μαθητή"
    συνώνυμο:
  • πτώση

15. Move in a specified direction

  • "The line of men fall forward"
    synonym:
  • fall

15. Κινηθείτε προς μια καθορισμένη κατεύθυνση

  • "Η γραμμή των ανθρώπων πέφτει μπροστά"
    συνώνυμο:
  • πτώση

16. Be due

  • "Payments fall on the 1st of the month"
    synonym:
  • fall

16. Είμαι απαραίτητος

  • "Οι πληρωμές πέφτουν την 1η του μήνα"
    συνώνυμο:
  • πτώση

17. Lose one's chastity

  • "A fallen woman"
    synonym:
  • fall

17. Χάσει κανείς την αγνότητά του

  • "Μια πεσμένη γυναίκα"
    συνώνυμο:
  • πτώση

18. To be given by right or inheritance

  • "The estate fell to the oldest daughter"
    synonym:
  • fall

18. Να δοθεί με δικαίωμα ή κληρονομιά

  • "Το κτήμα έπεσε στη μεγαλύτερη κόρη"
    συνώνυμο:
  • πτώση

19. Come into the possession of

  • "The house accrued to the oldest son"
    synonym:
  • accrue
  • ,
  • fall

19. Περιέλθουν στην κατοχή των

  • "Το σπίτι συγκεντρώθηκε στον μεγαλύτερο γιο"
    συνώνυμο:
  • συγκεντρώνω
  • ,
  • πτώση

20. Fall to somebody by assignment or lot

  • "The task fell to me"
  • "It fell to me to notify the parents of the victims"
    synonym:
  • fall
  • ,
  • light

20. Πέστε σε κάποιον με ανάθεση ή κλήρωση

  • "Το έργο έπεσε σε μένα"
  • "Μου έπεσε να ειδοποιήσω τους γονείς των θυμάτων"
    συνώνυμο:
  • πτώση
  • ,
  • φως

21. Be inherited by

  • "The estate fell to my sister"
  • "The land returned to the family"
  • "The estate devolved to an heir that everybody had assumed to be dead"
    synonym:
  • fall
  • ,
  • return
  • ,
  • pass
  • ,
  • devolve

21. Να κληρονομηθεί από

  • "Το κτήμα έπεσε στην αδερφή μου"
  • "Η γη επέστρεψε στην οικογένεια"
  • "Η περιουσία μεταβιβάστηκε σε έναν κληρονόμο που όλοι είχαν υποθέσει ότι ήταν νεκρός"
    συνώνυμο:
  • πτώση
  • ,
  • επιστροφή
  • ,
  • περνώ
  • ,
  • ανατρέπω

22. Slope downward

  • "The hills around here fall towards the ocean"
    synonym:
  • fall

22. Κλίση προς τα κάτω

  • "Οι λόφοι εδώ γύρω πέφτουν προς τον ωκεανό"
    συνώνυμο:
  • πτώση

23. Lose an upright position suddenly

  • "The vase fell over and the water spilled onto the table"
  • "Her hair fell across her forehead"
    synonym:
  • fall
  • ,
  • fall down

23. Χάστε μια όρθια θέση ξαφνικά

  • "Το βάζο έπεσε και το νερό χύθηκε στο τραπέζι"
  • "Τα μαλλιά της έπεσαν στο μέτωπό της"
    συνώνυμο:
  • πτώση
  • ,
  • πέσε κάτω

24. Drop oneself to a lower or less erect position

  • "She fell back in her chair"
  • "He fell to his knees"
    synonym:
  • fall

24. Ρίξτε τον εαυτό σας σε χαμηλότερη ή λιγότερο όρθια θέση

  • "Έπεσε πίσω στην καρέκλα της"
  • "Έπεσε στα γόνατα"
    συνώνυμο:
  • πτώση

25. Fall or flow in a certain way

  • "This dress hangs well"
  • "Her long black hair flowed down her back"
    synonym:
  • hang
  • ,
  • fall
  • ,
  • flow

25. Πτώση ή ροή με έναν συγκεκριμένο τρόπο

  • "Αυτό το φόρεμα κρέμεται καλά"
  • "Τα μακριά μαύρα μαλλιά της κύλησαν στην πλάτη της"
    συνώνυμο:
  • κρεμάω
  • ,
  • πτώση
  • ,
  • ροή

26. Assume a disappointed or sad expression

  • "Her face fell when she heard that she would be laid off"
  • "His crest fell"
    synonym:
  • fall

26. Υποθέστε μια απογοητευμένη ή θλιβερή έκφραση

  • "Έπεσε το πρόσωπό της όταν άκουσε ότι θα απολυόταν"
  • "Έπεσε το έμβλημά του"
    συνώνυμο:
  • πτώση

27. Be cast down

  • "His eyes fell"
    synonym:
  • fall

27. Ρίχνομαι κάτω

  • "Τα μάτια του έπεσαν"
    συνώνυμο:
  • πτώση

28. Come out

  • Issue
  • "Silly phrases fell from her mouth"
    synonym:
  • fall

28. Βγες έξω

  • Θέμα
  • "Ανόητες φράσεις έπεσαν από το στόμα της"
    συνώνυμο:
  • πτώση

29. Be born, used chiefly of lambs

  • "The lambs fell in the afternoon"
    synonym:
  • fall

29. Γεννηθείτε, χρησιμοποιείται κυρίως από αρνιά

  • "Έπεσαν τα αρνιά το απόγευμα"
    συνώνυμο:
  • πτώση

30. Begin vigorously

  • "The prisoners fell to work right away"
    synonym:
  • fall

30. Ξεκινήστε δυναμικά

  • "Οι κρατούμενοι έπεσαν αμέσως στη δουλειά"
    συνώνυμο:
  • πτώση

31. Go as if by falling

  • "Grief fell from our hearts"
    synonym:
  • fall

31. Πήγαινε σαν να πέφτεις

  • "Έπεσε θλίψη από τις καρδιές μας"
    συνώνυμο:
  • πτώση

32. Come as if by falling

  • "Night fell"
  • "Silence fell"
    synonym:
  • fall
  • ,
  • descend
  • ,
  • settle

32. Έλα σαν να πέφτεις

  • "Νύχτα έπεσε"
  • "Έπεσε σιωπή"
    συνώνυμο:
  • πτώση
  • ,
  • κατεβαίνω
  • ,
  • τακτοποιώ

Examples of using

We'll have to fall back on our reserves.
Θα πρέπει να πέσουμε πίσω στα αποθέματά μας.
Here the fall came.
Εδώ ήρθε η πτώση.
I couldn't fall asleep.
Δεν μπορούσα να αποκοιμηθώ.