Translation meaning & definition of the word "faithfulness" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πίστη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Faithfulness
[Πιστότητα]/feθfəlnɛs/
noun
1. The quality of being faithful
- synonym:
- fidelity ,
- faithfulness
1. Η ποιότητα του να είσαι πιστός
- συνώνυμο:
- πιστότητα ,
- πίστη