Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "fairness" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δίκαιο" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Fairness

[Δικαιοσύνη]
/fɛrnəs/

noun

1. Conformity with rules or standards

  • "The judge recognized the fairness of my claim"
    synonym:
  • fairness
  • ,
  • equity

1. Συμμόρφωση με κανόνες ή πρότυπα

  • "Ο δικαστής αναγνώρισε τη δικαιοσύνη του ισχυρισμού μου"
    συνώνυμο:
  • δικαιοσύνη
  • ,
  • μετοχικό κεφάλαιο

2. Ability to make judgments free from discrimination or dishonesty

    synonym:
  • fairness
  • ,
  • fair-mindedness
  • ,
  • candor
  • ,
  • candour

2. Ικανότητα να απελευθερώνει κρίσεις από διακρίσεις ή ανεντιμότητα

    συνώνυμο:
  • δικαιοσύνη
  • ,
  • αμερόληπτο
  • ,
  • ευφυολόγητοσ
  • ,
  • καλή τιμή

3. The property of having a naturally light complexion

    synonym:
  • paleness
  • ,
  • blondness
  • ,
  • fairness

3. Η ιδιότητα της ύπαρξης μιας φυσικής επιδερμίδας φωτός

    συνώνυμο:
  • ωχρότητα
  • ,
  • ξανθότητα
  • ,
  • δικαιοσύνη

4. The quality of being good looking and attractive

    synonym:
  • comeliness
  • ,
  • fairness
  • ,
  • loveliness
  • ,
  • beauteousness

4. Η ποιότητα του να είναι καλή και ελκυστική

    συνώνυμο:
  • επικαιρότητα
  • ,
  • δικαιοσύνη
  • ,
  • ωραιότητα
  • ,
  • ομορφιά