Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "fairly" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δίκαια" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Fairly

[Δίκαια]
/fɛrli/

adverb

1. To a moderately sufficient extent or degree

  • "Pretty big"
  • "Pretty bad"
  • "Jolly decent of him"
  • "The shoes are priced reasonably"
  • "He is fairly clever with computers"
    synonym:
  • reasonably
  • ,
  • moderately
  • ,
  • pretty
  • ,
  • jolly
  • ,
  • somewhat
  • ,
  • fairly
  • ,
  • middling
  • ,
  • passably

1. Σε μέτρια επαρκή έκταση ή βαθμό

  • "Μεγάλο"
  • "Εξαιρετικά κακό"
  • "Είναι αξιοπρεπές από αυτόν"
  • "Τα παπούτσια τιμολογούνται λογικά"
  • "Είναι αρκετά έξυπνος με τους υπολογιστές"
    συνώνυμο:
  • λογικά
  • ,
  • μέτρια
  • ,
  • όμορφος
  • ,
  • τζόλι
  • ,
  • κάπως
  • ,
  • δίκαια
  • ,
  • περιπλανώμαι
  • ,
  • παθητικά

2. Without favoring one party, in a fair evenhanded manner

  • "Deal fairly with one another"
    synonym:
  • fairly
  • ,
  • fair
  • ,
  • evenhandedly

2. Χωρίς να ευνοεί ένα κόμμα, με δίκαιο τρόπο

  • "Συμφωνήστε δίκαια μεταξύ σας"
    συνώνυμο:
  • δίκαια
  • ,
  • δίκαιος
  • ,
  • αμερόληπτα

3. In conformity with the rules or laws and without fraud or cheating

  • "They played fairly"
    synonym:
  • fairly
  • ,
  • fair
  • ,
  • clean

3. Σύμφωνα με τους κανόνες ή τους νόμους και χωρίς απάτη ή εξαπάτηση

  • "Έπαιξαν δίκαια"
    συνώνυμο:
  • δίκαια
  • ,
  • δίκαιος
  • ,
  • καθαρός

Examples of using

Tom dealt fairly with me.
Ο Τομ αντιμετώπισε δίκαια μαζί μου.
Tom speaks French fairly well.
Ο Τομ μιλάει αρκετά καλά Γαλλικά.
She's in a fairly bad mood now.
Είναι σε αρκετά κακή διάθεση τώρα.