Translation meaning & definition of the word "faintly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πατροπαράδοτα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Faintly
[Λιποθυμία]/fentli/
adverb
1. To a faint degree or weakly perceived
- "Between him and the dim light a form was outlined faintly"
- "Stars shining faintly through the overcast"
- "Could hear his distant shouts only faintly"
- "The rumors weren't even faintly true"
- synonym:
- faintly
1. Σε αμυδρό βαθμό ή ασθενώς αντιληπτό
- "Ανάμεσα σε αυτόν και το αμυδρό φως μια μορφή περιγράφηκε αμυδρά"
- "Αστέρια που λάμπουν αμυδρά μέσα από την πανωφόρια"
- "Θα μπορούσε να ακούσει τις μακρινές κραυγές του μόνο αμυδρά"
- "Οι φήμες δεν ήταν καν αληθινές"
- συνώνυμο:
- αμυδρά