Translation meaning & definition of the word "failure" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "αποτυχία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Failure
[Αποτυχία]/feljər/
noun
1. An act that fails
- "His failure to pass the test"
- synonym:
- failure
1. Μια πράξη που αποτυγχάνει
- "Η αποτυχία του να περάσει το τεστ"
- συνώνυμο:
- αποτυχία
2. An event that does not accomplish its intended purpose
- "The surprise party was a complete failure"
- synonym:
- failure
2. Ένα γεγονός που δεν επιτυγχάνει τον επιδιωκόμενο σκοπό του
- "Το πάρτι έκπληξη ήταν μια πλήρης αποτυχία"
- συνώνυμο:
- αποτυχία
3. Lack of success
- "He felt that his entire life had been a failure"
- "That year there was a crop failure"
- synonym:
- failure
3. Έλλειψη επιτυχίας
- "Ένιωθε ότι όλη του η ζωή ήταν μια αποτυχία"
- "Εκείνη τη χρονιά υπήρξε μια αποτυχία καλλιέργειας"
- συνώνυμο:
- αποτυχία
4. A person with a record of failing
- Someone who loses consistently
- synonym:
- failure ,
- loser ,
- nonstarter ,
- unsuccessful person
4. Ένα άτομο με ιστορικό αποτυχίας
- Κάποιος που χάνει σταθερά
- συνώνυμο:
- αποτυχία ,
- χαμένος ,
- μη εκκινητήσ ,
- αποτυχημένο άτομο
5. An unexpected omission
- "He resented my failure to return his call"
- "The mechanic's failure to check the brakes"
- synonym:
- failure
5. Μια απρόσμενη παράλειψη
- "Δυσανασχετούσε με την αποτυχία μου να ανταποδώσω την κλήση του"
- "Η αποτυχία του μηχανικού να ελέγξει τα φρένα"
- συνώνυμο:
- αποτυχία
6. Inability to discharge all your debts as they come due
- "The company had to declare bankruptcy"
- "Fraudulent loans led to the failure of many banks"
- synonym:
- bankruptcy ,
- failure
6. Αδυναμία εξόφλησης όλων των χρεών σας καθώς οφείλονται
- "Η εταιρεία έπρεπε να κηρύξει πτώχευση"
- "Τα δόλια δάνεια οδήγησαν στην αποτυχία πολλών τραπεζών"
- συνώνυμο:
- χρεοκοπία ,
- αποτυχία
7. Loss of ability to function normally
- "Kidney failure"
- synonym:
- failure
7. Απώλεια ικανότητας να λειτουργεί κανονικά
- "Νεφρική αποτυχία"
- συνώνυμο:
- αποτυχία
Examples of using
What a failure!
Τι αποτυχία!
The failure of the crops was the major cause of starvation in that region.
Η αποτυχία των καλλιεργειών ήταν η κύρια αιτία της πείνας στην περιοχή αυτή.
Tom said his failure was due to bad luck.
Ο Τομ είπε ότι η αποτυχία του οφειλόταν σε κακή τύχη.