Translation meaning & definition of the word "fag" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σωματείο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fag
[Φανταχτερός]/fæg/
noun
1. Offensive term for an openly homosexual man
- synonym:
- fagot ,
- faggot ,
- fag ,
- fairy ,
- nance ,
- pansy ,
- queen ,
- queer ,
- poof ,
- poove ,
- pouf
1. Προσβλητικός όρος για έναν ανοιχτά ομοφυλόφιλο άνθρωπο
- συνώνυμο:
- φαγκό ,
- φάγκμπορντ ,
- αναθυμιάσεισ ,
- νεράιδα ,
- νανς ,
- πανσέσ ,
- βασίλισσα ,
- περιπατητήσ ,
- πουφ ,
- παπαγάλοσ
2. Finely ground tobacco wrapped in paper
- For smoking
- synonym:
- cigarette ,
- cigaret ,
- coffin nail ,
- butt ,
- fag
2. Καπνός τριμμένος τυλιγμένος σε χαρτί
- Για το κάπνισμα
- συνώνυμο:
- τσιγάρο ,
- νύχι φέρετρου ,
- πισινός ,
- αναθυμιάσεισ
verb
1. Act as a servant for older boys, in british public schools
- synonym:
- fag
1. Ενεργεί ως υπηρέτης για τα μεγαλύτερα αγόρια, στα βρετανικά δημόσια σχολεία
- συνώνυμο:
- αναθυμιάσεισ
2. Work hard
- "She was digging away at her math homework"
- "Lexicographers drudge all day long"
- synonym:
- labor ,
- labour ,
- toil ,
- fag ,
- travail ,
- grind ,
- drudge ,
- dig ,
- moil
2. Δουλεύω σκληρά
- "Έσκαφε τα μαθηματικά της εργασίας"
- "Οι λεξικογράφοι παρασύρονται όλη μέρα"
- συνώνυμο:
- εργασία ,
- πειράζω ,
- αναθυμιάσεισ ,
- τραβέρσα ,
- αλείφω ,
- παρασυρόμενοσ ,
- σκάβω ,
- παρακινώ
3. Exhaust or get tired through overuse or great strain or stress
- "We wore ourselves out on this hike"
- synonym:
- tire ,
- wear upon ,
- tire out ,
- wear ,
- weary ,
- jade ,
- wear out ,
- outwear ,
- wear down ,
- fag out ,
- fag ,
- fatigue
3. Εξαντλήστε ή κουραστείτε μέσω υπερβολικής χρήσης ή μεγάλης πίεσης ή άγχους
- "Φορέσαμε τον εαυτό μας σε αυτή την πεζοπορία"
- συνώνυμο:
- ελαστικό ,
- φορώ ,
- ελαστικόσ ,
- φθορά ,
- κουρασμένος ,
- τζαντ ,
- φθείρω ,
- εξωτερικά ,
- αποφεύγω ,
- αναθυμιάσεισ ,
- κόπωση