Translation meaning & definition of the word "fad" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μεγάλη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fad
[Ματ]/fæd/
noun
1. An interest followed with exaggerated zeal
- "He always follows the latest fads"
- "It was all the rage that season"
- synonym:
- fad ,
- craze ,
- furor ,
- furore ,
- cult ,
- rage
1. Ακολούθησε ενδιαφέρον με υπερβολικό ζήλο
- "Ακολουθεί πάντα τις τελευταίες μαμάδες"
- "Ήταν όλη η οργή εκείνη τη σεζόν"
- συνώνυμο:
- παραπάνω ,
- τρέλα ,
- φουρνόζα ,
- φούρο ,
- λατρεία ,
- οργή