Translation meaning & definition of the word "factual" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πραγματικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Factual
[Πραγματικός]/fækʧuəl/
adjective
1. Existing in act or fact
- "Rocks and trees...the actual world"
- "Actual heroism"
- "The actual things that produced the emotion you experienced"
- synonym:
- actual ,
- factual
1. Υπάρχουν σε πράξη ή γεγονός
- "Λαιμοί και δέντρα.ο πραγματικός κόσμος"
- "Πραγματικός ηρωισμός"
- "Τα πραγματικά πράγματα που παρήγαγαν το συναίσθημα που βίωσες"
- συνώνυμο:
- πραγματικός ,
- πραγματικόσ
2. Of or relating to or characterized by facts
- "Factual considerations"
- synonym:
- factual
2. Από ή σχετίζονται ή χαρακτηρίζονται από γεγονότα
- "Πραγματικές εκτιμήσεις"
- συνώνυμο:
- πραγματικόσ