Translation meaning & definition of the word "factor" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παράγοντας" στην ελληνική γλώσσα
Factor
[Παράγοντας]noun
1. Anything that contributes causally to a result
- "A number of factors determined the outcome"
- synonym:
- factor
1. Οτιδήποτε συμβάλλει αιτιολογικά σε ένα αποτέλεσμα
- "Πολλοί παράγοντες καθόρισαν το αποτέλεσμα"
- συνώνυμο:
- παράγοντας
2. An abstract part of something
- "Jealousy was a component of his character"
- "Two constituents of a musical composition are melody and harmony"
- "The grammatical elements of a sentence"
- "A key factor in her success"
- "Humor: an effective ingredient of a speech"
- synonym:
- component ,
- constituent ,
- element ,
- factor ,
- ingredient
2. Ένα αφηρημένο μέρος του κάτι
- "Η ζήλια ήταν συστατικό του χαρακτήρα του"
- "Δύο συστατικά μιας μουσικής σύνθεσης είναι η μελωδία και η αρμονία"
- "Τα γραμματικά στοιχεία μιας πρότασης"
- "Βασικός παράγοντας για την επιτυχία της"
- "Χιούμορ: ένα αποτελεσματικό συστατικό μιας ομιλίας"
- συνώνυμο:
- συστατικό ,
- στοιχείο ,
- παράγοντας
3. One of two or more integers that can be exactly divided into another integer
- "What are the 4 factors of 6?"
- synonym:
- divisor ,
- factor
3. Ένας από τους δύο ή περισσότερους ακέραιους αριθμούς που μπορούν να χωριστούν ακριβώς σε έναν άλλο ακέραιο
- "Ποιοι είναι οι 4 παράγοντες του 6?"
- συνώνυμο:
- διαιρέτησ ,
- παράγοντας
4. A businessman who buys or sells for another in exchange for a commission
- synonym:
- agent ,
- factor ,
- broker
4. Ένας επιχειρηματίας που αγοράζει ή πουλάει για έναν άλλο σε αντάλλαγμα για μια προμήθεια
- συνώνυμο:
- πράκτορας ,
- παράγοντας ,
- μεσίτης
5. Any of the numbers (or symbols) that form a product when multiplied together
- synonym:
- factor
5. Οποιοσδήποτε από τους αριθμούς ( σύμβολα) που σχηματίζουν ένα προϊόν όταν πολλαπλασιάζονται μαζί
- συνώνυμο:
- παράγοντας
6. An independent variable in statistics
- synonym:
- factor
6. Ανεξάρτητη μεταβλητή στις στατιστικές
- συνώνυμο:
- παράγοντας
7. (genetics) a segment of dna that is involved in producing a polypeptide chain
- It can include regions preceding and following the coding dna as well as introns between the exons
- It is considered a unit of heredity
- "Genes were formerly called factors"
- synonym:
- gene ,
- cistron ,
- factor
7. (γενετική) ένα τμήμα του δνα που εμπλέκεται στην παραγωγή μιας αλυσίδας πολυπεπτιδίων
- Μπορεί να περιλαμβάνει περιοχές που προηγούνται και ακολουθούν το δνα κωδικοποίησης καθώς και εισαγωγές μεταξύ των εξωνίων
- Θεωρείται μονάδα κληρονομικότητας
- "Τα γένη παλαιότερα ονομάζονταν παράγοντες"
- συνώνυμο:
- γονίδιο ,
- κιστρόνιο ,
- παράγοντας
verb
1. Resolve into factors
- "A quantum computer can factor the number 15"
- synonym:
- factor ,
- factor in ,
- factor out
1. Επιλύστε σε παράγοντες
- "Ένας κβαντικός υπολογιστής μπορεί να παραγοντοποιήσει τον αριθμό 15"
- συνώνυμο:
- παράγοντας
2. Be a contributing factor
- "Make things factor into a company's profitability"
- synonym:
- factor
2. Να είστε ένας συμβάλλων παράγοντας
- "Κάντε τα πράγματα παράγοντα στην κερδοφορία μιας εταιρείας"
- συνώνυμο:
- παράγοντας
3. Consider as relevant when making a decision
- "You must factor in the recent developments"
- synonym:
- factor ,
- factor in ,
- factor out
3. Εξετάστε το ενδεχόμενο να είναι σημαντικό κατά τη λήψη απόφασης
- "Πρέπει να παρακολουθείτε τις πρόσφατες εξελίξεις"
- συνώνυμο:
- παράγοντας