Translation meaning & definition of the word "factitious" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επιτυχημένος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Factitious
[Εντελώς]/fæktɪʃəs/
adjective
1. Not produced by natural forces
- "Brokers created a factitious demand for stocks"
- synonym:
- factitious
1. Δεν παράγεται από φυσικές δυνάμεις
- "Οι μεσίτες δημιούργησαν μια πραγματική ζήτηση για τα αποθέματα"
- συνώνυμο:
- πραγματοποιών