Translation meaning & definition of the word "faction" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ικανοποίηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Faction
[Φατρία]/fækʃən/
noun
1. A clique (often secret) that seeks power usually through intrigue
- synonym:
- cabal ,
- faction ,
- junto ,
- camarilla
1. Μια κλίκα (που αναζητά την εξουσία συνήθως μέσω ίντριγκας
- συνώνυμο:
- κλίκα ,
- φατρία ,
- χούντο ,
- καμαρίλα
2. A dissenting clique
- synonym:
- faction ,
- sect
2. Μια διαφωνούσα κλίκα
- συνώνυμο:
- φατρία ,
- αίρεση
Examples of using
He once belonged to the Fukuda faction.
Κάποτε ανήκε στη φατρία των Φουκούντα.