Translation meaning & definition of the word "facsimile" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ευαίσθητο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Facsimile
[Αντιπροσωπευτικόσ]/fæksɪməli/
noun
1. An exact copy or reproduction
- synonym:
- facsimile ,
- autotype
1. Ακριβές αντίγραφο ή αναπαραγωγή
- συνώνυμο:
- προσεγγίζω ,
- αυτότυπο
2. Duplicator that transmits the copy by wire or radio
- synonym:
- facsimile ,
- facsimile machine ,
- fax
2. Διπλότυπο που μεταδίδει το αντίγραφο με σύρμα ή ραδιόφωνο
- συνώνυμο:
- προσεγγίζω ,
- μηχανή προσόψεων ,
- φαξ
verb
1. Send something via a facsimile machine
- "Can you fax me the report right away?"
- synonym:
- fax ,
- telefax ,
- facsimile
1. Στείλτε κάτι μέσω μιας μηχανής προσόψεων
- "Μπορείτε να μου στείλετε την αναφορά αμέσως?"
- συνώνυμο:
- φαξ ,
- τηλεομοιοτυπία ,
- προσεγγίζω
Examples of using
Could you send me a map by facsimile?
Θα μπορούσατε να μου στείλετε έναν χάρτη από την επιφάνεια?