Translation meaning & definition of the word "facilitate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φιλοξενία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Facilitate
[Διευκολύνω]/fəsɪlətet/
verb
1. Make easier
- "You could facilitate the process by sharing your knowledge"
- synonym:
- facilitate ,
- ease ,
- alleviate
1. Κάντε ευκολότερη
- "Θα μπορούσατε να διευκολύνετε τη διαδικασία μοιράζοντας τις γνώσεις σας"
- συνώνυμο:
- διευκολύνω ,
- ευκολία ,
- ανακουφίζω
2. Be of use
- "This will help to prevent accidents"
- synonym:
- help ,
- facilitate
2. Χρησιμοποιώ
- "Αυτό θα βοηθήσει στην πρόληψη ατυχημάτων"
- συνώνυμο:
- βοηθά ,
- διευκολύνω
3. Increase the likelihood of (a response)
- "The stimulus facilitates a delayed impulse"
- synonym:
- facilitate
3. Αυξήστε την πιθανότητα (α-)
- "Το ερέθισμα διευκολύνει μια καθυστερημένη ώθηση"
- συνώνυμο:
- διευκολύνω