Translation meaning & definition of the word "facer" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πιο πλούσια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Facer
[Πρόσοψη]/fesər/
noun
1. (a dated briticism) a serious difficulty with which one is suddenly faced
- synonym:
- facer
1. (α με ημερομηνία βρετικά) μια σοβαρή δυσκολία με την οποία αντιμετωπίζεται ξαφνικά
- συνώνυμο:
- προσόψεωσ