Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "face" into Greek language

Μετάφραση έννοια & ορισμός της λέξης "πρόσωπο" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Face

[Πρόσωπο]
/fes/

noun

1. The front of the human head from the forehead to the chin and ear to ear

  • "He washed his face"
  • "I wish i had seen the look on his face when he got the news"
    synonym:
  • face
  • ,
  • human face

1. Το μπροστινό μέρος του ανθρώπινου κεφαλιού από το μέτωπο στο πηγούνι και από αυτί σε αυτί

  • "Έπλυνε το πρόσωπό του"
  • "Μακάρι να είχα δει το βλέμμα του όταν έμαθε τα νέα"
    συνώνυμο:
  • πρόσωπο
  • ,
  • ανθρώπινο πρόσωπο

2. The feelings expressed on a person's face

  • "A sad expression"
  • "A look of triumph"
  • "An angry face"
    synonym:
  • expression
  • ,
  • look
  • ,
  • aspect
  • ,
  • facial expression
  • ,
  • face

2. Τα συναισθήματα που εκφράζονται στο πρόσωπο ενός ατόμου

  • "Μια θλιβερή έκφραση"
  • "Ένα βλέμμα θριάμβου"
  • "Ένα θυμωμένο πρόσωπο"
    συνώνυμο:
  • έκφραση
  • ,
  • κοίτα
  • ,
  • πτυχή
  • ,
  • έκφραση προσώπου
  • ,
  • πρόσωπο

3. The general outward appearance of something

  • "The face of the city is changing"
    synonym:
  • face

3. Η γενική εξωτερική εμφάνιση κάποιου πράγματος

  • "Το πρόσωπο της πόλης αλλάζει"
    συνώνυμο:
  • πρόσωπο

4. The striking or working surface of an implement

    synonym:
  • face

4. Η επιφάνεια κρούσης ή λειτουργίας ενός εργαλείου

    συνώνυμο:
  • πρόσωπο

5. A part of a person that is used to refer to a person

  • "He looked out at a roomful of faces"
  • "When he returned to work he met many new faces"
    synonym:
  • face

5. Ένα μέρος ενός ατόμου που χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε ένα άτομο

  • "Κοίταξε έξω ένα δωμάτιο με πρόσωπα"
  • "Όταν επέστρεψε στη δουλειά γνώρισε πολλά νέα πρόσωπα"
    συνώνυμο:
  • πρόσωπο

6. A surface forming part of the outside of an object

  • "He examined all sides of the crystal"
  • "Dew dripped from the face of the leaf"
    synonym:
  • side
  • ,
  • face

6. Μια επιφάνεια που αποτελεί μέρος του εξωτερικού ενός αντικειμένου

  • "Εξέτασε όλες τις πλευρές του κρυστάλλου"
  • "Δρόσο έσταξε από προσώπου φύλλου"
    συνώνυμο:
  • πλευρά
  • ,
  • πρόσωπο

7. The part of an animal corresponding to the human face

    synonym:
  • face

7. Το μέρος ενός ζώου που αντιστοιχεί στο ανθρώπινο πρόσωπο

    συνώνυμο:
  • πρόσωπο

8. The side upon which the use of a thing depends (usually the most prominent surface of an object)

  • "He dealt the cards face down"
    synonym:
  • face

8. Η πλευρά από την οποία εξαρτάται η χρήση ενός πράγματος (συνήθως η πιο εμφανής επιφάνεια ενός αντικειμένου)

  • "Έδωσε τα χαρτιά μπρούμυτα"
    συνώνυμο:
  • πρόσωπο

9. A contorted facial expression

  • "She made a grimace at the prospect"
    synonym:
  • grimace
  • ,
  • face

9. Μια στρεβλή έκφραση του προσώπου

  • "Έκανε μορφασμό στην προοπτική"
    συνώνυμο:
  • μορφασμόσ
  • ,
  • πρόσωπο

10. A specific size and style of type within a type family

    synonym:
  • font
  • ,
  • fount
  • ,
  • typeface
  • ,
  • face
  • ,
  • case

10. Ένα συγκεκριμένο μέγεθος και στυλ τύπου μέσα σε μια οικογένεια τύπων

    συνώνυμο:
  • γραμματοσειρά
  • ,
  • πηγή
  • ,
  • πρόσωπο
  • ,
  • περίπτωση

11. Status in the eyes of others

  • "He lost face"
    synonym:
  • face

11. Κατάσταση στα μάτια των άλλων

  • "Έχασε το πρόσωπο"
    συνώνυμο:
  • πρόσωπο

12. Impudent aggressiveness

  • "I couldn't believe her boldness"
  • "He had the effrontery to question my honesty"
    synonym:
  • boldness
  • ,
  • nerve
  • ,
  • brass
  • ,
  • face
  • ,
  • cheek

12. Αυθάδης επιθετικότητα

  • "Δεν μπορούσα να πιστέψω την τόλμη της"
  • "Είχε την αναταραχή να αμφισβητήσει την ειλικρίνειά μου"
    συνώνυμο:
  • τόλμη
  • ,
  • νεύρο
  • ,
  • ορείχαλκος
  • ,
  • πρόσωπο
  • ,
  • μάγουλο

13. A vertical surface of a building or cliff

    synonym:
  • face

13. Μια κάθετη επιφάνεια ενός κτιρίου ή γκρεμού

    συνώνυμο:
  • πρόσωπο

verb

1. Deal with (something unpleasant) head on

  • "You must confront your problems"
  • "He faced the terrible consequences of his mistakes"
    synonym:
  • confront
  • ,
  • face up
  • ,
  • face

1. Αντιμετωπίστε (κάτι δυσάρεστο) κατά μέτωπο

  • "Πρέπει να αντιμετωπίσεις τα προβλήματά σου"
  • "Αντιμετώπισε τις τρομερές συνέπειες των λαθών του"
    συνώνυμο:
  • αντιμετωπίζω
  • ,
  • πρόσωπο

2. Oppose, as in hostility or a competition

  • "You must confront your opponent"
  • "Jackson faced smith in the boxing ring"
  • "The two enemies finally confronted each other"
    synonym:
  • confront
  • ,
  • face

2. Αντιταχθείτε, όπως στην εχθρότητα ή σε έναν ανταγωνισμό

  • "Πρέπει να αντιμετωπίσεις τον αντίπαλό σου"
  • "Ο τζάκσον αντιμετώπισε τον σμιθ στο ρινγκ του μποξ"
  • "Οι δύο εχθροί τελικά αντιμετώπισαν ο ένας τον άλλον"
    συνώνυμο:
  • αντιμετωπίζω
  • ,
  • πρόσωπο

3. Be oriented in a certain direction, often with respect to another reference point

  • Be opposite to
  • "The house looks north"
  • "My backyard look onto the pond"
  • "The building faces the park"
    synonym:
  • front
  • ,
  • look
  • ,
  • face

3. Να είναι προσανατολισμένοι σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, συχνά σε σχέση με ένα άλλο σημείο αναφοράς

  • Να είσαι αντίθετος με
  • "Το σπίτι κοιτάζει βόρεια"
  • "Η αυλή μου κοίτα στη λίμνη"
  • "Το κτίριο βλέπει στο πάρκο"
    συνώνυμο:
  • μπροστά
  • ,
  • κοίτα
  • ,
  • πρόσωπο

4. Be opposite

  • "The facing page"
  • "The two sofas face each other"
    synonym:
  • face

4. Να είσαι αντίθετος

  • "Η αντικριστή σελίδα"
  • "Οι δύο καναπέδες αντικρίζουν ο ένας τον άλλον"
    συνώνυμο:
  • πρόσωπο

5. Turn so as to face

  • Turn the face in a certain direction
  • "Turn and face your partner now"
    synonym:
  • face

5. Στρίψτε έτσι ώστε να αντιμετωπίσετε

  • Στρέψτε το πρόσωπο προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση
  • "Γύρνα και αντιμετώπισε τον σύντροφό σου τώρα"
    συνώνυμο:
  • πρόσωπο

6. Present somebody with something, usually to accuse or criticize

  • "We confronted him with the evidence"
  • "He was faced with all the evidence and could no longer deny his actions"
  • "An enormous dilemma faces us"
    synonym:
  • confront
  • ,
  • face
  • ,
  • present

6. Παρουσιάστε σε κάποιον κάτι, συνήθως για να κατηγορήσει ή να επικρίνει

  • "Τον αντιμετωπίσαμε με τα στοιχεία"
  • "Ήταν αντιμέτωπος με όλα τα στοιχεία και δεν μπορούσε πλέον να αρνηθεί τις πράξεις του"
  • "Ένα τεράστιο δίλημμα μας αντιμετωπίζει"
    συνώνυμο:
  • αντιμετωπίζω
  • ,
  • πρόσωπο
  • ,
  • παρόν

7. Turn so as to expose the face

  • "Face a playing card"
    synonym:
  • face

7. Στρίψτε έτσι ώστε να εκθέσει το πρόσωπο

  • "Αντιμετωπίστε ένα τραπουλόχαρτο"
    συνώνυμο:
  • πρόσωπο

8. Line the edge (of a garment) with a different material

  • "Face the lapels of the jacket"
    synonym:
  • face

8. Ευθυγραμμίστε την άκρη (ενός ενδύματος) με διαφορετικό υλικό

  • "Αντιμετωπίστε τα ρεβέρ του σακακιού"
    συνώνυμο:
  • πρόσωπο

9. Cover the front or surface of

  • "The building was faced with beautiful stones"
    synonym:
  • face

9. Καλύψτε το μπροστινό μέρος ή την επιφάνεια του

  • "Το κτίριο βρέθηκε αντιμέτωπο με όμορφες πέτρες"
    συνώνυμο:
  • πρόσωπο

Examples of using

You could see the look of scorn on Tom's face.
Έβλεπες το βλέμμα της περιφρόνησης στο πρόσωπο του Τομ.
Tom's face got red with embarrassment.
Το πρόσωπο του Τομ έγινε κόκκινο από αμηχανία.
Your face is familiar, but I can't recall your name.
Το πρόσωπό σου είναι οικείο, αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ το όνομά σου.