Translation meaning & definition of the word "fabulously" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "καθαρά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fabulously
[Καταπληκτικά]/fæbjuləsli/
adverb
1. Exceedingly
- Extremely
- "She plays fabulously well"
- synonym:
- fabulously ,
- fantastically ,
- incredibly
1. Υπερβολικά
- Εξαιρετικά
- "Παίζει υπέροχα καλά"
- συνώνυμο:
- υπέροχα ,
- φανταστικά ,
- απίστευτα