Translation meaning & definition of the word "fabulous" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γελοίος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Fabulous
[Θαυμαστός]/fæbjələs/
adjective
1. Extremely pleasing
- "A fabulous vacation"
- synonym:
- fabulous ,
- fab
1. Εξαιρετικά ευχάριστο
- "Υπέροχες διακοπές"
- συνώνυμο:
- υπέροχος ,
- υπέροχο
2. Based on or told of in traditional stories
- Lacking factual basis or historical validity
- "Mythical centaurs"
- "The fabulous unicorn"
- synonym:
- fabulous ,
- mythic ,
- mythical ,
- mythologic ,
- mythological
2. Βασισμένο ή ειπωμένο σε παραδοσιακές ιστορίες
- Ελλείψει πραγματικής βάσης ή ιστορικής εγκυρότητας
- "Μυθικοί κένταυροι"
- "Ο υπέροχος μονόκερος"
- συνώνυμο:
- υπέροχος ,
- μυθικός ,
- μυθολογική
3. Barely credible
- "The fabulous endurance of a marathon runner"
- synonym:
- fabulous
3. Ελάχιστα αξιόπιστος
- "Η υπέροχη αντοχή ενός μαραθωνοδρόμου"
- συνώνυμο:
- υπέροχος
Examples of using
"What a fabulous creation can a woman be compared with?" "With a triple-headed snake. She speaks one thing, thinks another, and does the third".
"Με τι υπέροχη δημιουργία μπορεί να συγκριθεί μια γυναίκα?" "Με ένα φίδι τριπλής κεφαλής. Μιλάει ένα πράγμα, σκέφτεται ένα άλλο και κάνει το τρίτο".
The unicorn is a fabulous monster.
Ο μονόκερος είναι ένα υπέροχο τέρας.