Translation meaning & definition of the word "eyesore" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "βλέμμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Eyesore
[Οφθαλμίατρο]/aɪsɔr/
noun
1. Something very ugly and offensive
- synonym:
- eyesore
1. Κάτι πολύ άσχημο και προσβλητικό
- συνώνυμο:
- αντιληπτόσ
Examples of using
My own house was an eyesore, but it was a small eyesore, and it had been overlooked.
Το δικό μου σπίτι ήταν παρατηρητικό, αλλά ήταν ένα μικρό παραλήρημα, και είχε παραβλεφθεί.