Translation meaning & definition of the word "eyelash" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μάτι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Eyelash
[Βλεφαρίδα]/aɪlæʃ/
noun
1. Any of the short curved hairs that grow from the edges of the eyelids
- synonym:
- eyelash ,
- lash ,
- cilium
1. Οποιαδήποτε από τις κοντές κυρτές τρίχες που αναπτύσσονται από τις άκρες των βλεφάρων
- συνώνυμο:
- βλεφαρίδα ,
- λουρί ,
- πηλίου