Translation meaning & definition of the word "eyed" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μάτι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Eyed
[Έβρισκε]/aɪd/
adjective
1. Having an eye or eyes or eyelike feature especially as specified
- Often used in combination
- "A peacock's eyed feathers"
- "Red-eyed"
- synonym:
- eyed
1. Έχοντας ένα μάτι ή τα μάτια ή χαρακτηριστικό βλεφαρίδων ειδικά όπως καθορίζεται
- Συχνά χρησιμοποιείται σε συνδυασμό
- "Τα φτερά του παγώνι"
- "Κόκκινα μάτια"
- συνώνυμο:
- περιπλανώμενοσ